«Απόλλων και Μαρσύας – Η Κρίση του Μίδα». Γκραβούρα του Μελχιόρ Μέιερ (1581). Ο μουσικός διαγωνισμός του Απόλλωνα με τον σάτυρο Μαρσύα θεωρείται διαχρονικά ότι συμβολίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στη διονυσιακή και την απολλώνεια πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
«Σχεδόν όλες οι εποχές και όλα τα στάδια της κουλτούρας προσπάθησαν κάποια στιγμή, με βαθιά δυσθυμία, να απελευθερωθούν από τους Έλληνες, επειδή κάθε προσωπική, εμφανώς πρωτότυπη και αξιοθαύμαστη δημιουργία φαινόταν, σε σύγκριση με εκείνους, να χάνει ξαφνικά τη ζωή και το χρώμα της και να γίνεται αποτυχημένο αντίγραφο, ακόμη και καρικατούρα. Κι έτσι, κάθε τόσο ξεσπάει μια βαθιά οργή εναντίον αυτού του αλαζονικού μικρού λαού, που είχε την τόλμη να χαρακτηρίζει 'βάρβαρο' ό,τι δεν ήταν δικό του γέννημα θρέμμα».
Φρειδερίκος Νίτσε, «Η Γέννηση της Τραγωδίας», εκδόσεις Βάνιας, σελ. 143
Ο Νίτσε, απόλυτος και άτεγκτος κριτής ιδεών και δημιουργημάτων, στο πρώτο του κιόλας έργο, όπου παρουσίαζε την αιώνια μάχη και αλληλεξάρτηση του διπόλου Απόλλων – Διόνυσος, όρισε και προσδιόρισε τις ρίζες του δυτικού ανθελληνισμού. Μέσα σε ελάχιστες σελίδες, ένας αληθινός παγκόσμιος στοχαστής προσέφερε στους αναγνώστες του την φασματική μορφή της ανίατης απέχθειας του «άλλου» προς την ελληνικότητα. Η τεχνοκρατία, η βιομηχανία και οι κοινωνικές δομές της Δύσης προχώρησαν αλλά οι φορεσιές τους ξηλώνονται, όσο αυτοί οι λαοί βαδίζουν. Τα χρυσοποίκιλτα ενδύματά τους είναι καρφωμένα στον χωροχρόνο του Ελληνισμού και κάθε βήμα προς το μέλλον καταδεικνύει την υπαρκτική γύμνια τους. Προχωρούν και «ξηλώνονται»... Ό,τι πράξουν, ό,τι πουν, ό,τι λογίσουν και υπολογίσουν είναι δανεικό, «αποτυχημένο αντίγραφο και καρικατούρα» της αυθεντικότητας που πήγασε στον θεοβάδιστο τόπο μας. Δεν μπορεί ποτέ να σου συγχωρήσει την πρωτοπορία και την άφθαρτη σχέση σου με το Όντως Ον όποιος δεν έχει το ηθικό και ψυχικό ανάστημα να ταυτιστεί με εσένα. Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος. Το αρχαίο απόφθεγμα ήταν προφητεία για τη μεταχείριση που θα επιφύλασσαν διαχρονικά στο λαό μας όσοι άνοιξαν τα ώτα τους με τον Έλληνα Λόγο και τα μάτια τους θάμπωσαν από το Δήλιο φως του Απόλλωνα.
Περί «ηθικής»
Ο Γερμανός φιλόσοφος, συνεχίζει την ανατομία του διαχρονικού εγκλήματος της Δύσης απέναντι στους φορείς της παράδοσής μας με τα ακόλουθα: «Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, αναρωτιέται κανείς, που, παρ' όλο που έχουν μόνον εφήμερη ιστορική λάμψη, κωμικά περιορισμένους θεσμούς, αμφίβολη ηθική και χαρακτηρίζονται από ειδεχθή ελαττώματα, έχουν την αξίωση ότι διαθέτουν εκείνη την αξιοπρέπεια και την εξέχουσα θέση που διακρίνει τη μεγαλοφυΐα από τις μάζες;»
Αλήθεια, έπειτα από τα παραπάνω, δεν καθίσταται τρομερά εύκολο να ερμηνευτούν τα στερεότυπα που αναμασούν -σε κάθε ευκαιρία- οι «φίλοι, σύμμαχοι και εταίροι» μας; «Οι Έλληνες είναι απατεώνες, διεφθαρμένοι, τεμπέληδες, κατεστραμμένοι». Τούτη η επωδός, αξιοποιείται ως πρόχειρος, αυτοσχέδιος εξορκισμός του συνδρόμου κατωτερότητας που κατατρύχει κάθε αντιγραφέα απέναντι σε κάθε αληθινό δημιουργό. Η πραγματική φράση, εκείνη που κρύβεται πίσω από το προπέτασμα καπνού των «ηθικών» μομφών εναντίον των Ελλήνων μάλλον μοιάζει με την ακόλουθη: «ακόμα κι αν οι Έλληνες είναι σαλτιμπάγκοι, διεφθαρμένοι, τεμπέληδες και δεν έχουν πολλούς στιβαρούς θεσμούς, πάλι κάθονται στο βάθρο του πρωταθλητή, του αιώνιου προμάχου, δίχως να καταβάλλουν προσπάθεια».
Ο ξένος εργοδότης, τον Έλληνα, όσο κι αν προσπαθήσει να υπεραποδώσει, να κοπιάσει, να αφήσει τόνους ιδρώτα στην εργασία του, κατά βάθος θα τον θεωρεί τεμπέλη επειδή γνωρίζει πως είναι ανάρμοστο για τους νόμιμους κληρονόμους της μεγαλοφυΐας που έπλασε ο τόπος και ο τρόπος μας να ρίχνονται στον κάματο σαν τα μυρμήγκια. Μπορεί να δουλεύουμε, να ειλωτεύουμε εννιά με πέντε (ή και δωδεκάωρα ολόκληρα) αλλά έχουμε κάθε πρόθεση να μην το κάνουμε γιατί δεν είναι τούτη η αποστολή μας. Κι αυτό φαίνεται. Οι ξένοι διαχειριστές της ύλης το αντιλαμβάνονται ενστικτωδώς κι αυτό το συνειδησιακό μοτίβο θέλουν να θραύσουν, γιατί δεν μπορούν να αντέξουν στην ιδέα του. Αποστολή του Έλληνα δεν είναι η δουλειά. Είναι η εργασία. Η παραγωγή Τέχνης και σκέψης για το πως μπορεί να υπάρχει, να αναπτύσσεται και να σώζεται ο πολιτισμός.
Η τευτονική ενσάρκωση της ηρακλείτειας σκέψης, που έγραψε τη «Γέννηση της Τραγωδίας» αποφαίνεται για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον: «Δυστυχώς, κανένας δεν ήταν αρκετά τυχερός να βρει το κώνειο με το οποίο θα κατάφερνε να απαλλαχτεί απ' αυτό το φαινόμενο: όλο το δηλητήριο που δημιούργησαν ο φθόνος, η συκοφαντία και το μίσος δεν ήταν αρκετό για να καταστρέψει αυτό το αυτάρκες μεγαλείο. Κι έτσι νιώθει κανείς ντροπιασμένος και φοβισμένος μπροστά στους Έλληνες, εκτός κι αν εκτιμά την αλήθεια πάνω απ' όλα και τολμά να αναγνωρίσει ακόμη και τούτη την αλήθεια: ότι οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, σαν ηνίοχοι, τα χαλινάρια της δικής μας και κάθε άλλης κουλτούρας».
«Σχεδόν όλες οι εποχές και όλα τα στάδια της κουλτούρας προσπάθησαν κάποια στιγμή, με βαθιά δυσθυμία, να απελευθερωθούν από τους Έλληνες, επειδή κάθε προσωπική, εμφανώς πρωτότυπη και αξιοθαύμαστη δημιουργία φαινόταν, σε σύγκριση με εκείνους, να χάνει ξαφνικά τη ζωή και το χρώμα της και να γίνεται αποτυχημένο αντίγραφο, ακόμη και καρικατούρα. Κι έτσι, κάθε τόσο ξεσπάει μια βαθιά οργή εναντίον αυτού του αλαζονικού μικρού λαού, που είχε την τόλμη να χαρακτηρίζει 'βάρβαρο' ό,τι δεν ήταν δικό του γέννημα θρέμμα».
Φρειδερίκος Νίτσε, «Η Γέννηση της Τραγωδίας», εκδόσεις Βάνιας, σελ. 143
Ο Νίτσε, απόλυτος και άτεγκτος κριτής ιδεών και δημιουργημάτων, στο πρώτο του κιόλας έργο, όπου παρουσίαζε την αιώνια μάχη και αλληλεξάρτηση του διπόλου Απόλλων – Διόνυσος, όρισε και προσδιόρισε τις ρίζες του δυτικού ανθελληνισμού. Μέσα σε ελάχιστες σελίδες, ένας αληθινός παγκόσμιος στοχαστής προσέφερε στους αναγνώστες του την φασματική μορφή της ανίατης απέχθειας του «άλλου» προς την ελληνικότητα. Η τεχνοκρατία, η βιομηχανία και οι κοινωνικές δομές της Δύσης προχώρησαν αλλά οι φορεσιές τους ξηλώνονται, όσο αυτοί οι λαοί βαδίζουν. Τα χρυσοποίκιλτα ενδύματά τους είναι καρφωμένα στον χωροχρόνο του Ελληνισμού και κάθε βήμα προς το μέλλον καταδεικνύει την υπαρκτική γύμνια τους. Προχωρούν και «ξηλώνονται»... Ό,τι πράξουν, ό,τι πουν, ό,τι λογίσουν και υπολογίσουν είναι δανεικό, «αποτυχημένο αντίγραφο και καρικατούρα» της αυθεντικότητας που πήγασε στον θεοβάδιστο τόπο μας. Δεν μπορεί ποτέ να σου συγχωρήσει την πρωτοπορία και την άφθαρτη σχέση σου με το Όντως Ον όποιος δεν έχει το ηθικό και ψυχικό ανάστημα να ταυτιστεί με εσένα. Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος. Το αρχαίο απόφθεγμα ήταν προφητεία για τη μεταχείριση που θα επιφύλασσαν διαχρονικά στο λαό μας όσοι άνοιξαν τα ώτα τους με τον Έλληνα Λόγο και τα μάτια τους θάμπωσαν από το Δήλιο φως του Απόλλωνα.
Περί «ηθικής»
Ο Γερμανός φιλόσοφος, συνεχίζει την ανατομία του διαχρονικού εγκλήματος της Δύσης απέναντι στους φορείς της παράδοσής μας με τα ακόλουθα: «Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, αναρωτιέται κανείς, που, παρ' όλο που έχουν μόνον εφήμερη ιστορική λάμψη, κωμικά περιορισμένους θεσμούς, αμφίβολη ηθική και χαρακτηρίζονται από ειδεχθή ελαττώματα, έχουν την αξίωση ότι διαθέτουν εκείνη την αξιοπρέπεια και την εξέχουσα θέση που διακρίνει τη μεγαλοφυΐα από τις μάζες;»
Αλήθεια, έπειτα από τα παραπάνω, δεν καθίσταται τρομερά εύκολο να ερμηνευτούν τα στερεότυπα που αναμασούν -σε κάθε ευκαιρία- οι «φίλοι, σύμμαχοι και εταίροι» μας; «Οι Έλληνες είναι απατεώνες, διεφθαρμένοι, τεμπέληδες, κατεστραμμένοι». Τούτη η επωδός, αξιοποιείται ως πρόχειρος, αυτοσχέδιος εξορκισμός του συνδρόμου κατωτερότητας που κατατρύχει κάθε αντιγραφέα απέναντι σε κάθε αληθινό δημιουργό. Η πραγματική φράση, εκείνη που κρύβεται πίσω από το προπέτασμα καπνού των «ηθικών» μομφών εναντίον των Ελλήνων μάλλον μοιάζει με την ακόλουθη: «ακόμα κι αν οι Έλληνες είναι σαλτιμπάγκοι, διεφθαρμένοι, τεμπέληδες και δεν έχουν πολλούς στιβαρούς θεσμούς, πάλι κάθονται στο βάθρο του πρωταθλητή, του αιώνιου προμάχου, δίχως να καταβάλλουν προσπάθεια».
Ο ξένος εργοδότης, τον Έλληνα, όσο κι αν προσπαθήσει να υπεραποδώσει, να κοπιάσει, να αφήσει τόνους ιδρώτα στην εργασία του, κατά βάθος θα τον θεωρεί τεμπέλη επειδή γνωρίζει πως είναι ανάρμοστο για τους νόμιμους κληρονόμους της μεγαλοφυΐας που έπλασε ο τόπος και ο τρόπος μας να ρίχνονται στον κάματο σαν τα μυρμήγκια. Μπορεί να δουλεύουμε, να ειλωτεύουμε εννιά με πέντε (ή και δωδεκάωρα ολόκληρα) αλλά έχουμε κάθε πρόθεση να μην το κάνουμε γιατί δεν είναι τούτη η αποστολή μας. Κι αυτό φαίνεται. Οι ξένοι διαχειριστές της ύλης το αντιλαμβάνονται ενστικτωδώς κι αυτό το συνειδησιακό μοτίβο θέλουν να θραύσουν, γιατί δεν μπορούν να αντέξουν στην ιδέα του. Αποστολή του Έλληνα δεν είναι η δουλειά. Είναι η εργασία. Η παραγωγή Τέχνης και σκέψης για το πως μπορεί να υπάρχει, να αναπτύσσεται και να σώζεται ο πολιτισμός.
Η τευτονική ενσάρκωση της ηρακλείτειας σκέψης, που έγραψε τη «Γέννηση της Τραγωδίας» αποφαίνεται για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον: «Δυστυχώς, κανένας δεν ήταν αρκετά τυχερός να βρει το κώνειο με το οποίο θα κατάφερνε να απαλλαχτεί απ' αυτό το φαινόμενο: όλο το δηλητήριο που δημιούργησαν ο φθόνος, η συκοφαντία και το μίσος δεν ήταν αρκετό για να καταστρέψει αυτό το αυτάρκες μεγαλείο. Κι έτσι νιώθει κανείς ντροπιασμένος και φοβισμένος μπροστά στους Έλληνες, εκτός κι αν εκτιμά την αλήθεια πάνω απ' όλα και τολμά να αναγνωρίσει ακόμη και τούτη την αλήθεια: ότι οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, σαν ηνίοχοι, τα χαλινάρια της δικής μας και κάθε άλλης κουλτούρας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου