Ο κόσμος της τηλεόρασης στη χώρα μας, σχεδόν πάντοτε τέμνεται με την κακοποίηση του πολιτικού λόγου.
«Αν λοιπόν οι νέοι δεν έχουν τη δυνατότητα ν' ακούνε ούτε είναι συνηθισμένοι ν' αποκομίζουν όφελος από την ακρόαση, τότε ο λόγος τους είναι πραγματικά άκαρπος. [...] Λέγεται, άλλωστε, ότι η φύση έδωσε στον καθένα μας δύο αφτιά και μία γλώσσα, γιατί οφείλει να μιλάει λιγότερο απ' ό,τι ακούει. [...] Όσοι όμως αντιδρούν αμέσως, μιλώντας όσο ακόμη μιλούν οι άλλοι, χωρίς ν' ακούνε ή να ακούγονται, διαπράττουν ασχήμια».
Πλούταρχος, «Ίσις και Όσιρις», «Περί του Ακούειν», κεφ.3-4, σελ. 45-47, εκδόσεις Ζήτρος
«Ασχήμια». Η λέξη με την οποία κλείνει το απόσπασμα από το έργο του Βοιωτού ιστορικού, βιογράφου και φιλοσόφου που παρατέθηκε προηγουμένως, λειτουργούσε αποτροπαϊκά καθ' όλη τη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας. Αν επιθυμούσαμε να εντοπίσουμε τι θα μπορούσαν να ταυτίσουν οι αρχαίοι Έλληνες με το «απόλυτο κακό», θα έπρεπε να ανατρέξουμε στις έννοιες της ασχήμιας και της ύβρεως – τα βασικά συστατικά της καθημερινής πρακτικής της «ελίτ» του σιδηρού γένους μας. Ο Πλούταρχος δεν μπόρεσε να παραβιάσει τις προδιαγραφές του σεβασμού στο μέτρο και την ομορφιά που θεσμοθέτησαν οι πρόγονοί μας, παρά τις ιδιαιτέρως εκτεταμένες επαφές που είχε με την Ρώμη και τον ισχυρό αλλά αψύ και σχετικά ακαλλιέργητο και ρηχό κόσμο της. Η έλλογη σιωπή, μια από τις εκθεωμένες αρετές που όφειλαν να
έχουν οι φιλόσοφοι, ήταν ο βατήρας, το εργαλείο η προϋπόθεση για την ακρόαση – το ήμισυ της διαδρομής προς την αλήθεια και το όντως Ον. Ο συγγραφέας σ' αυτό το έργο αναφέρεται κυρίως στους νέους, οι οποίοι λόγω της προπέτειας, της ορμής και της φιλοδοξίας που είναι σύμφυτες με την ηλικία τους, σπεύδουν να μιλήσουν την ώρα που θα έπρεπε να ακούν προσεκτικά και να ταξινομούν τις πληροφορίες, οι οποίες τους μεταδίδονται. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί οποιοσδήποτε στοχαστής της εποχής του Πλουτάρχου την σύγχρονη επιβολή του άγραφου νόμου της φωνασκίας, της έλλειψης σεβασμού προς τον συνομιλητή και της αδιαφορίας για το ειδικό βάρος των λεγομένων των άλλων. Στην πτωτική Ελλάδα της κομματικής εξαχρείωσης η ασχήμια θεωρείται υποχρέωση και η ύβρις απαράβατος νόμος.
Συώδης χάβρα
Η τηλεόραση δεν παύει ούτε στιγμή να μας θυμίζει πόσο πηχτό και παχύ και δυσώδες είναι το στρώμα της λάσπης όπου παλεύουν και τρέφονται και αναπαράγονται οι χοίροι της χείριστης παρακμής. Πρόσωπα που μεταβάλλουν έκφραση ανάλογα με τα φορτία πόνου, τύψεων, εξουσιομανίας, υποκριτικής οργής και πόθου για οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί και να αγοραστεί, ανοιγοκλείνουν τα στόματά τους αφήνοντας κοάσματα. Μισές λέξεις ανακατεμένες με σίελα, καγχασμούς, φωνασκίες κάκιστων ελληνικών, σιδερωμένες σκέψεις μέσα σε φέρετρα ξύλινου λόγου. Χειρονομίες αντάξιες πιθήκων και άτονο, υπνωτισμένο, γύαλινο βλέμμα καρφωμένο στο μόνιτορ. Η ανοησία, οι κακές προθέσεις, η έλλειψη σεβασμού, η ύβρις και η ασχήμια καραδοκούν πίσω από τις τηλεοπτικές κάμερες και κοιτούν κατάματα όλους μας και συνάμα κανέναν. Η χάβρα υψώνεται σαν σύννεφο στις συνειδήσεις και τις σκοτίζει. Έμποροι που αλαλάζουν σ' έναν ανταγωνισμό που δεν έχει αύριο για το εθνικό σύνολο. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι κατόρθωσε ν' ακούσει ολοκληρωμένο διάλογο σε μέσο ενημέρωσης; Ποιος βρίσκεται σε θέση να πει ότι αποκόμισε γνώσεις και αρετές από όσα λαμβάνουν χώρα στις «εκπομπές διαλόγου» των ηλεκτρονικών ΜΜΕ; Όταν η ύλη δείχνει πως... στερεύει, πως περιορίζεται, πως δεν αρκεί για όλους δεν είναι εύλογο να υποτεθεί ότι κάτι έχει πάει στραβά με το πνεύμα;
Αυτό που διαπράττουν πάμπολλοι, εκλεγμένοι και μη, ελληνόφωνοι και ανέχονται οι αποκαλούμενοι ως «δημοσιογράφοι», είναι μια από τις αιτίες της κακοδαιμονίας μας. Η παραβίαση των όρων διεξαγωγής διαλόγου συνιστά ευθεία προσβολή του πολιτισμού μας και οποιοσδήποτε προβαίνει συστηματικά σε τούτο το ατόπημα πρέπει να αποβάλλεται από τη δημόσια σφαίρα. Άνθρωποι που δεν επιθυμούν να ακούσουν δείχνουν ότι είναι προσκολλημένοι στην ανοησία και το αγενές του χαρακτήρα τους. Όχι μόνο δεν τους χρειαζόμαστε αλλά κάθε φορά που απασχολούν χρόνο και καταλαμβάνουν χώρο στο δημόσιο βίο, τα αφαιρούν από εκείνους που θα μπορούσαν να βοηθήσουν ουσιαστικά το κοινωνικό σύνολο.
Εύγε Πάνο.
ΑπάντησηΔιαγραφή