Σελίδες

Δευτέρα, Ιουνίου 29, 2015

Τελικά, το είπε ο Μεταξάς...

Ο πατέρας τού ΟΧΙ δεν κρύφτηκε πίσω από τις πλάτες του λαού μας, ζητώντας δημοψηφίσματα. Σήκωσε την τιμή της Ελλάδας στις πλάτες του

Ο Εμανουέλε Γκράτσι ήταν ο Ιταλός πρεσβευτής που επέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι στον Μεταξά. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Η αρχή του τέλους - Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος» («Principio della fine. L' impresa di Grecia», εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 284-287) περιγράφει την εμπειρία τού να ακούει ΟΧΙ κάποιος εκπρόσωπος των ισχυρών από έναν ηθικά ανώτερο Ελληνα, που έχει δίκιο, το γνωρίζει και έχει αρκετό θάρρος και αρετή για να
υψώσει μόνος του ανάστημα, εμπιστευόμενος την ανταπόκριση του σπουδαίου λαού του:

«Την καθορισμένη ώρα, δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελλόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm. De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελλόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.

Πόλεμος

Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντάς με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. [...] Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Guido Gozzano, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα, μ' έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια. Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνηση μου είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτί, έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Οταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή:

"Allors c' est la guerre" (Επομένως έχουμε πόλεμο)».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου