Σελίδες

Δευτέρα, Ιανουαρίου 30, 2017

Καταχραστές προγονικῆς κληρονομιᾶς

Ἀριστερά: Κεφάλι πού ἔχει ἑρμηνευτεῖ ὡς πορτρέτο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Δεξιά: Κεφάλι γενειοφόρου μορφῆς, πού ἴσως σχετίζεται μέ λατρευτικό σύνταγμα (ἀγάλματα πού ἀποτελοῦν θεματικό σύνολο) τῆς οἰκογένειας τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Καί τά δύο χρονολογοῦνται στό 175-200 μ.Χ. Ἐκτίθενται στό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο Θεσσαλονίκης. 
«Γιά τόν ἄνδρα πού πιστεύει ὅτι εἶναι κάτι σημαντικό δέν ὑπάρχει τίποτε αἰσχρότερο παρά νά παρουσιάζεται ὅτι τιμᾶται ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά ἐξαιτίας τῆς δόξας τῶν προγόνων. Βέβαια, οἱ τιμές τῶν γονέων εἶναι γιά τούς ἀπογόνους ὡραῖος καί μεγαλοπρεπής θησαυρός, εἶναι ὅμως αἰσχρό καί ἄνανδρο νά χρησιμοποιεῖ κάποιος τόν θησαυρό εἴτε τῶν χρημάτων εἴτε τῶν τιμῶν καί νά μήν τόν παραδίδει στούς μεταγενέστερους, ἐπειδή δέν ἔχει ὁ ἴδιος ἀποκτήματα καί δόξα».
Πλάτωνος «Μενέξενος», 247b, ἐκδόσεις Κάκτος, σελ. 207

Οἱ προαναφερθεῖσες φράσεις, σύμφωνα μέ τήν πλατωνική καταγραφή, δέν ἀνήκουν, ὅπως συνήθως, στόν Σωκράτη ἀλλά στήν Ἀσπασία*, τήν θυελλώδη, χαρισματική σύζυγο τοῦ Περικλῆ, ἡ ὁποία ἔγραψε ἐπιτάφιο λόγο γιά νεκρούς πολεμιστές καί ὁ Σωκράτης μετέφερε στόν συνομιλητή του τά λόγια της. Ὁ Μενέξενος καί εἰδικά αὐτό τό σημεῖο δέν θυμίζουν αὐτό πού ἀποκαλεῖται «γυναικεία» γραφή ἤ θηλυκή «ἀνάγνωση» τῆς πολιτικῆς καί τῆς κοινωνίας. Εἶναι κείμενο σκληρό, λιτό, ἄτεγκτο. Οἱ ἀπόψεις διατυπώνονται ὠμά καί ἀπροκάλυπτα. Αἰσχρό καί ἄνανδρο νά
τιμᾶται κάποιος γιά τούς προγόνους καί νά μήν ἔχει νά παρουσιάσει ὁ ἴδιος κάτι ἄξιο τιμῆς. Αὐτά τά λόγια ἀλλά καί ὅσα συμβολίζουν, ἐδῶ καί περισσότερες ἀπό δύο χιλιετίες, στοιχειώνουν τόν Ἑλληνισμό καί λειτουργοῦν σάν τίς Ἐρινύες: Δέν μᾶς ἀφήνουν νά ἡσυχάσουμε, νά βροῦμε ἕναν ἀναπαμό ἀπό τούς κατατρεγμούς τῆς Ἱστορίας καί τά ἄλγη ποῦ μᾶς προκαλεῖ ἡ φύση μας.

Δέν πρέπει νά ὑπάρχει οὔτε ἕνας σ' αὐτή τή χώρα πού νά μήν ἀκούει ἐπαίνους γιά τούς ἀρχαίους, τούς Βυζαντινούς καί τούς νεότερους πού στέφθηκαν μέ τίς πολεμικές δάφνες - εἰδικά κάθε φορά πού γίνεται λόγος γιά τίς σχέσεις τῆς Ἑλλάδας μέ τό ἐξωτερικό. Ὁποτεδήποτε οἱ ἔξω προσπαθοῦν νά ἐπέμβουν ἐντός, τοποθετεῖται ἐνώπιόν τους σάν λεκτικό ἀνάχωμα τό ἔνδοξο παρελθόν. Σέ μεγαλύτερο ἀτόπημα δέν θά μπορούσαμε νά ὑποπέσουμε. Ἡ ἐπανάληψή του, ἡ ἄλογη καί ἀλόγιστη χρήση του, ὅταν βρισκόμαστε σέ θέση ἀδυναμίας, ἀποτελεῖ προσβολή καί στούς προγόνους ἀλλά καί ἀσυγχώρητη ὑποτίμηση τῶν δυνατοτήτων καί τῆς προσωπικότητάς μας: «Μή μᾶς κακομεταχειρίζεστε, λυπηθείτε μας, οἱ προγονοί μας ἦταν σπουδαῖοι» λένε ἤ ἁπλά ὑπαινίσσονται, μέ ὅσα λένε, ἐκεῖνοι πού διαχειρίζονται τά δημόσια πράγματα.

Ἐπειδή οἱ ἴδιοι ἔχουν εὔκαμπτη ἠθική, χαμηλή αἰσθητική καί περιορισμένες πνευματικές δυνατότητες, δέν φέρνουν τό ἔθνος στό σημεῖο νά χαίρεται γιά ὑπάρχον μεγαλεῖο καί νά ἐπικαλεῖται σύγχρονα ἐπιτεύγματα. Δέν προκύπτουν αὐτά γιατί ἀποθαρρύνονται ἀπό τό νά τά προκαλέσουν ὅσοι θέλουν καί μποροῦν. Μία Ἑλλάδα τῶν ἀξίων καί τῶν ἀξιῶν δέν θά εἶχε θρονιάσει ἀρλεκίνους στίς κεφαλές τῶν λειτουργιῶν καί τῶν θεσμῶν της. Οἱ διαχειριστές τῆς παρακμῆς κάνουν αὐτό ποῦ ξέρουν: ἀναλήψεις ἀπό τίς ἱστορικές καταθέσεις τῆς πατρίδας μας μέχρι νά μηδενίσει τό κύρος τοῦ ἔθνους.

Εἶναι, ὅμως, στό χέρι ὅσων νιώθουν σημαντικοί νά τό ἀποδείξουν παίρνοντας τή χώρα πίσω ἀπό τούς δυνάστες της καί τούς ἑλληνόφωνους συνεργάτες τούς.

Ο «Μενέξενος» εἶναι ἕνας πλατωνικός διάλογος πού ἔχει προκαλέσει ἔντονες συζητήσεις ἀλλά καί διαφωνίες στούς μελετητές τῶν ἔργων τοῦ Ἀθηναίου φιλοσόφου. Σ' αὐτόν ὁ Σωκράτης ἀπαγγέλλει στόν Μενέξενο, τόν γιό τοῦ Δημοφῶντα, ἕναν ἐπιτάφιο λόγο πού ὑποτίθεται ὅτι συνέθεσε ἡ Ἀσπασία γιά τούς νεκρούς τοῦ Κορινθιακοῦ Πολέμου (395-387 π.Χ.). Ὁ πρῶτος προβληματισμός τῶν σχολιαστῶν τοῦ πλατωνικοῦ ἔργου εἶναι ὁ ἀναχρονισμός τοῦ Μενέξενου. Ὁ Σωκράτης θανατώθηκε τό 399 π.Χ. καί ἡ Ἀσπασία πέθανε τό 400 π.Χ. Δέν ζοῦσαν τήν περίοδο τοῦ Κορινθιακοῦ Πολέμου. Ἀποκλείεται, λοιπόν, νά εἶχε συντάξει ἡ Ἀσπασία ἐπιτάφιο λόγο γιά τούς νεκρούς πολεμιστές καί νά τόν ἄκουγε ὁ Σωκράτης.

Ἐπιπλέον, εἶναι ὁ μοναδικός σωκρατικός διάλογος ποῦ ἀποτελεῖ... μονόλογο, μία καί στό μεγαλύτερο μέρος του μιλᾶ μόνο ὁ Σωκράτης. Τέλος, ἐπικρατεῖ ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ Πλάτων μέ αὐτό τό ἔργο σκόπευε νά εἰρωνευτεῖ τούς ρήτορες, πού ἡ φύση τῆς ἐνασχόλησής τους, τούς ὑποχρεώνει νά λένε συνεχῶς τά ἴδια. Ὡστόσο, ἀκόμα κι αὐτό ἄν ἰσχύει, ὁ Μενέξενος ἀποτελεῖ ἕνα ἀνυπέρβλητου κάλλους ἐγκώμιο γιά τήν Ἀθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου