Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἶναι ἕνα δημιούργημα ὀμορφιᾶς καὶ ἀνθρώπινης υπερπροσπάθειας γιὰ τὴν ταξινόμηση τοῦ χάους. Ἡ Ἱστορία μας εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς μορφῆς ἔναντι τοῦ ἀδιαμόρφωτου, τοῦ ἄσχημου. Το ἄσχημο ἐτυμολογικὰ εἶναι ἐκεῖνο που δὲν ἔχει σχῆμα. Ἄσχημος εἶναι ὁ παγκόσμιος χυλός, ὅπως ἐκεῖνος ποῦ λανσάρεται ἀπὸ τὴ Νέα Τάξη καὶ τοὺς μηδὲνιστὲς ἀσπάλακες ὑπαλλήλους της, που ὑπονομεύουν τὰ θεμέλια τοῦ ἔθνους κηρύττοντας τὸ τίποτα, τὴν ἀποδόμηση, τὸν ἀντιπαραδοσιακὸ τρόπο ζωῆς.
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἦταν ἡ ἐπίγεια ἐκδήλωση τῆς ὀμορφιᾶς τῆς δράσης, τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλευθερίας. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος τοῦ θαύματος τῆς Ἐθνεγερσίας ἡ μορφὴ ἦταν κρυστάλλινη, συγκεκριμένη, ἐγχάρακτη στὶς συνειδήσεις καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἡρώων μας, τῶν ἡμίθεων
δολοφόνων τοῦ Ὀθωμανοῦ δράκοντα. Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ αρχιστράτηγος-χορηγός τῆς ἐλευθερίας μας στὰ ἀπομνημονεύματὰ του, τὰ ὁποία ὑπαγόρευσε στὸν Γεώργιο Τερτσέτη, κατορθώνει νὰ ἀκριβολογεῖ περιγράφοντας πὼς εἶναι δυνατὸ τὸ ἀδύνατο:
«Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἡμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν εκάναμεν τὴν ἐπανάστασιν, διατὶ ηθέλαμεν συλλογισθεῖ πρώτον διὰ πολεμοφόδια, καβαλλαρία μᾶς, πυροβολικὸ μᾶς, πυροτοθήκες μᾶς, τὰ μαγαζιὰ μᾶς, ηθέλαμεν λογαριάσει τὴν δύναμιν τὴν εδικὴν μᾶς, τὴν τούρκικη δύναμη. Τώρα ὀποῦ ἐνικήσαμεν, ὀποῦ ἐτελειώσαμεν μὲ καλὸ τὸν πόλεμὸν μᾶς, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Ἄν δεν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμεν τρώγει κατάρες, ἀναθέματα».
Σε αὐτὴ τὴν παράγραφο ἀνέλυσε μὲ χειρουργικὴ ἀκρίβεια ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ προβλήματα τοῦ ἀμήχανου ἀνθρώπου, που πελαγοδρομεῖ στὴν ἀσχήμια τῶν ἀδιαμόρφωτων πόθων, τῶν μισοτελειωμένων σκέψεων καὶ τῶν ἄπειρων δικαιολογιῶν καὶ προφάσεων που ἀνακαλύπτει γιὰ νὰ μὴ ρισκάρει τὴ ζωὴ του γιὰ νὰ σταματήσει τὸν ἀργὸ του θάνατο στὸ ἕλος τῆς ἀνελευθερίας.
Τὰ «μαγαζιὰ μας», τὰ «πολεμοφόδιὰ μας», οἱ λοιπὲς ὑλικὲς προδιαγραφὲς καὶ ἡ «ψυχραιμία» (δηλαδή ἡ δειλία τοῦ ριψάσπιδος) ἦταν οἱ καλύτεροι σύμμαχοι τῶν σουλτάνων καὶ ὅλων ὅσοι κερδοσκοποῦσαν συνεργαζόμενοι μὲ τοὺς κατακτητές. Ὅταν ὑπάρχει ἕνας ἱερὸς σκοπός, καθαγιασμένος ἀπὸ τὸ αἷμα ἀναρίθμητων Ἑλλήνων ἡρώων καὶ μαρτύρων, οἱ «ἐνστάσεις» περὶ τοῦ «ὡρίμου» τῆς περιστάσεως εἶναι παράσιτα που ἀλλοιώνουν τὴ μορφὴ τῆς ἀνάγκης: γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία τὸ μόνο σύνθημα ποῦ ταιριάζει εἶναι «Ἐλευθερία ἤ Θάνατος» καὶ οἱ πράξεις ὅσων τὸ ἀσπάζονται πρέπει νὰ εἶναι ἰσοβαρεῖς τῶν λόγων.
Οἱ Ἕλληνες δὲν ἀναμετρήθηκαν μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία γιὰ χρήματα καὶ κτήματα. Οὔτε ἱκέτεψαν τὰ δίκαια τοὺς μὲ κλάψες καὶ ἐπικλήσεις τοῦ οἴκτου τῶν δυναστῶν. Ἄδραξαν τὰ ξίφη καὶ τὰ καριοφίλια, ὁρκίστηκαν στὸ Εὐαγγέλιο, ἔκαναν τὸν σταυρὸ τοὺς καὶ ἔβαλαν ἐναντίον τῶν ἀλλόπιστων βαρβάρων.
Τόσο ἁπλό, τόσο ὄμορφο, τόσο μεγάλο τὸ 1821.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ ἀνάρτηση τοῦ 2016
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἦταν ἡ ἐπίγεια ἐκδήλωση τῆς ὀμορφιᾶς τῆς δράσης, τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλευθερίας. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος τοῦ θαύματος τῆς Ἐθνεγερσίας ἡ μορφὴ ἦταν κρυστάλλινη, συγκεκριμένη, ἐγχάρακτη στὶς συνειδήσεις καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἡρώων μας, τῶν ἡμίθεων
δολοφόνων τοῦ Ὀθωμανοῦ δράκοντα. Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ αρχιστράτηγος-χορηγός τῆς ἐλευθερίας μας στὰ ἀπομνημονεύματὰ του, τὰ ὁποία ὑπαγόρευσε στὸν Γεώργιο Τερτσέτη, κατορθώνει νὰ ἀκριβολογεῖ περιγράφοντας πὼς εἶναι δυνατὸ τὸ ἀδύνατο:
«Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἡμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν εκάναμεν τὴν ἐπανάστασιν, διατὶ ηθέλαμεν συλλογισθεῖ πρώτον διὰ πολεμοφόδια, καβαλλαρία μᾶς, πυροβολικὸ μᾶς, πυροτοθήκες μᾶς, τὰ μαγαζιὰ μᾶς, ηθέλαμεν λογαριάσει τὴν δύναμιν τὴν εδικὴν μᾶς, τὴν τούρκικη δύναμη. Τώρα ὀποῦ ἐνικήσαμεν, ὀποῦ ἐτελειώσαμεν μὲ καλὸ τὸν πόλεμὸν μᾶς, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Ἄν δεν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμεν τρώγει κατάρες, ἀναθέματα».
Σε αὐτὴ τὴν παράγραφο ἀνέλυσε μὲ χειρουργικὴ ἀκρίβεια ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ προβλήματα τοῦ ἀμήχανου ἀνθρώπου, που πελαγοδρομεῖ στὴν ἀσχήμια τῶν ἀδιαμόρφωτων πόθων, τῶν μισοτελειωμένων σκέψεων καὶ τῶν ἄπειρων δικαιολογιῶν καὶ προφάσεων που ἀνακαλύπτει γιὰ νὰ μὴ ρισκάρει τὴ ζωὴ του γιὰ νὰ σταματήσει τὸν ἀργὸ του θάνατο στὸ ἕλος τῆς ἀνελευθερίας.
Τὰ «μαγαζιὰ μας», τὰ «πολεμοφόδιὰ μας», οἱ λοιπὲς ὑλικὲς προδιαγραφὲς καὶ ἡ «ψυχραιμία» (δηλαδή ἡ δειλία τοῦ ριψάσπιδος) ἦταν οἱ καλύτεροι σύμμαχοι τῶν σουλτάνων καὶ ὅλων ὅσοι κερδοσκοποῦσαν συνεργαζόμενοι μὲ τοὺς κατακτητές. Ὅταν ὑπάρχει ἕνας ἱερὸς σκοπός, καθαγιασμένος ἀπὸ τὸ αἷμα ἀναρίθμητων Ἑλλήνων ἡρώων καὶ μαρτύρων, οἱ «ἐνστάσεις» περὶ τοῦ «ὡρίμου» τῆς περιστάσεως εἶναι παράσιτα που ἀλλοιώνουν τὴ μορφὴ τῆς ἀνάγκης: γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία τὸ μόνο σύνθημα ποῦ ταιριάζει εἶναι «Ἐλευθερία ἤ Θάνατος» καὶ οἱ πράξεις ὅσων τὸ ἀσπάζονται πρέπει νὰ εἶναι ἰσοβαρεῖς τῶν λόγων.
Οἱ Ἕλληνες δὲν ἀναμετρήθηκαν μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία γιὰ χρήματα καὶ κτήματα. Οὔτε ἱκέτεψαν τὰ δίκαια τοὺς μὲ κλάψες καὶ ἐπικλήσεις τοῦ οἴκτου τῶν δυναστῶν. Ἄδραξαν τὰ ξίφη καὶ τὰ καριοφίλια, ὁρκίστηκαν στὸ Εὐαγγέλιο, ἔκαναν τὸν σταυρὸ τοὺς καὶ ἔβαλαν ἐναντίον τῶν ἀλλόπιστων βαρβάρων.
Τόσο ἁπλό, τόσο ὄμορφο, τόσο μεγάλο τὸ 1821.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ ἀνάρτηση τοῦ 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου