Ποίημα ποὺ ἔγραψα ἐμπνεόμενος ἀπὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, τὸ ὁποῖο εἶδα νὰ κλαίγεται στὴν τηλεόραση δικαιολογώντας τὰ ἀδικαιολόγητα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλο βδέλυγμα ποὺ δὲν ἔχει ἀπολογηθεῖ ἀκόμη.
Παναγιώτης Λιάκος
Κανένας οἶκτος
Κλαίγεται, αὐτὸλυπιέται, οἰκτίρει ὅ,τι βλέπει στὸν καθρέφτη.
Γιὰ ὅσα ἔδωσε, χωρὶς αντιγύρισμα νὰ λάβει. Γιὰ ὅσα χάρισε,
χωρὶς ἀντικαταβολή. Γιὰ ὅσα εἶναι ἀλλὰ δὲν τοῦ πιστώνονται.
Ἐτοῦτα μονολογεῖ, προσδοκᾶ κάποιος ἀπ’ ὅλους νὰ πιστέψει.
Ἀτέλειωτα μιλάει, χειρονομώντας, κοιτάζοντας ‘δῶ καὶ κεῖ.
Σὲ ὅλους τὸ βλέμμα τὸ ἱκετευτικὸ καὶ συνάμα σὲ...
κανέναν.Μήπως βρισκόταν κάποιος νὰ τοῦ ἀποδώσει τὸ δίκιο του.
Ἀλίμονο, τὸ δίκιο, γενικά, αὐτὸς διόλου δὲν τὸ γνώριζε.
Ἄν κάποιος τοῦ τὸ δίδασκε θὰ ‘θελε νὰ τὸ ἀποφεύγει.
Μὲ τὴν ὑποψία ἀνταμώματος μὲ τοὺς κριτὲς του,
δρόμο θὰ’ παιρνε, θὰ ‘ριχνε πανικόβλητη πιλάλα.
Ἔτσι τοῦ ἁρμόζει, καθὼς κι ἄλλα πολλὰ δεινά.
Ἡ πτώση του δοτικὴ ἀντιχαριστική, ἀχάριστη.
Καμία λύπηση γιὰ τὴν πληγωμένη συμφορά.
Κανένας οἶκτος, ποτέ, στὸ βδελυρὸ χτικιό.
Μόνο ἡ σήψη ἂς συμπονᾶ τὸ ὄζον πύον.
Τὶ θ’ ἀπογίνει μὲ δαῦτον, μὴν ἀπορεῖς.
Ὀρυκτὸ στὸν Τάρταρο νὰ γίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου