Αἰὼν παῖς ἐστὶ παίζων, πεσσεύων
Ἡράκλειτος*
Ὁ Χρόνος εἶναι ἕνα παιδί, ποὺ παίζει ζάρια. Ἡ ἡρακλείτειος φράση
συμπυκνώνει τὸ τραγικὸ μεγαλεῖο τοῦ εἴδους μας. Στο αἰώνιο παιχνίδι τοῦ
παράξενου παιδιοῦ, ποὺ δὲν ξέρουμε κἂν ἂν ἔχει γεννηθεῖ καὶ… πότε, ἐμεῖς
εἴμαστε οἱ ἀντίπαλοὶ του. Τὸ παιδικὸ παιχνίδι ἔχει ἔπαθλο ἐμᾶς! Τὸ παράδοξο τοῦ
πράγματος εἶναι πὼς ὅσο καλὰ κι ἂν παίξουμε, ὅσες ἰσχυρὲς κι ἐπιδέξιες
ἀντιστάσεις κι ἂν προβάλλουμε, τὸ πεπρωμένο μας εἶναι νὰ ἡττηθοῦμε. Κι ὅμως,
ἔτσι ὅπως ὁρίστηκε ὁ κανόνας τοῦ στημένου ἀγῶνα, δὲν μᾶς ἀφήνει ἄλλη ἐπιλογὴ
ἀπὸ τὴν συμμετοχή. Παίζουμε τὰ ρέστα μας γνωρίζοντας τὸ πικρὸ φινάλε.
Τὸ νόμισμα ποὺ λαμβάνουμε εἰσερχόμενοι στὸ παιχνίδι ἔχει στὴν μία ὄψη τοῦ τὸ σῶμα μας καὶ στὴν ἄλλη ἕνα κλάσμα τοῦ ἀπέραντου χρόνου. Ἔχουμε σῶμα καὶ χρόνο στὴ διάθεσή μας. Ἄλλη περιουσία δὲν δίδεται μὲ τὴν εἴσοδὸ μας στὴν σκηνή. Καὶ τὰ δύο θὰ ἀφήσουμε πίσω μας φεύγοντας γιὰ μεταβοῦμε σὲ ἕνα χωροχρονικὸ στίγμα, ποὺ μόνο νὰ ὑποθέσουμε μποροῦμε ἀλλὰ στὴν οὐσία ἀγνοοῦμε.
Δὲν ἔχουμε ἰδέα ποὺ πᾶμε καὶ δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ...
παραμείνουμε ἀνίδεοι ὅταν φτάσουμε στὸν προορισμὸ μιὰ καὶ μέχρι τότε ἐνδέχεται ὅ,τι αποκαλούμε «προσωπικότητα, ταυτότητα, Ἐγὼ» νὰ μᾶς ἔχει ἐγκαταλείψει. Μετὰ τὸ πέρασμα στὴν ἄχρονη διάσταση, θὰ αντιληφθεὶ τὸ τέλος, τὸν σκοπὸ μας, μιὰ ὀντότητα καθαρή, ἀποφλοιωμένη ἀπὸ τὸ Ἐγώ, τὸ ὁποῖο θὰ ἀπομείνει παγιδευμένο σὰν φευγαλέα ἀνάμνηση στὴν σφαῖρα τῶν ἐφήμερων ἀνθρώπων.
Εἴμαστε θνητοὶ καὶ σχεδιαστήκαμε ὥστε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς φύσεως καὶ τοῦ προορισμοῦ μας. Συνειδητοποιοῦμε τὶ μᾶς περιμένει καὶ ἐκ τούτου ὑποχρεωνόμεθα νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιατί. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος εἶναι μονόδρομος σὲ μιὰ πορεία ποὺ ἔχει προδιαγραφεί. Εἴμαστε ολιγόνοες καὶ ἀδαεῖς σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς κτίσης καὶ τῆς ἄγνωστης Γνώσης ποὺ μᾶς περιμένει σὲ κάθε γωνιὰ τῆς διαδρομῆς, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια ἐπιμόνως, ἀκόμα κι αὐτὴ μᾶς κοστίσει περισσότερο απ´ ὅσο ἀντέχουμε νὰ πληρώσουμε. Εἴμαστε πλασμένοι γιὰ νὰ ποθοῦμε τὴν ἐλευθερία καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε τὸ αἴσθημα τῆς ἀξιοπρέπειας καὶ συνάμα, ὅσο ὑφιστάμεθα σ´ αὐτὲς τὶς διαστάσεις παραμένουμε ἀπὸ γεννησιμιοῦ δέσμιοι τῆς ὕλης, τεταπεινωμένοι ἡττηθέντες τοῦ ἀδιάκοπου πολέμου κόντρα στὴν φθορά.
Οἱ ζωὲς μας ξεκινοῦν σὰν ἐξαίσιοι πίνακες, πλήρεις χρωμάτων, σκιῶν καὶ ἀποχρώσεων κι ὅσο ἐξελίσσονται ἀδειάζουν. Ὁ θάνατος, σὰν βιρτουόζος καλλιτέχνης, μὲ μαεστρία ἀνεπανάληπτη, σχεδιάζει τὴν ἀπώλεια, τὴν ἀπουσία, τὸ κενό. Στὴν ἀρχὴ ἀφαιρεῖται ἕνα πρόσωπο, ἕνας πρόγονος ποὺ θνήσκει, χάνεται ἕνα τοπίο στὴ γειτονιά, ἕνα κατάστημα κλείνει, τὸ δάσος ποὺ μετατρέπεται σὲ τέφρα, ἡ παρέα ποὺ ἀραιώνει, οἱ γειτονιὲς ποὺ κατεδαφίζονται, ὁλόκληρες πατρίδες -νοητὲς ἤ χειροπιαστὲς- ποὺ ἁλώνονται καὶ σβήνουν ἀπὸ τὸν χάρτη.
Στὴ συνέχεια μᾶς ἐγκαταλείπουν τὰ νιάτα καὶ οἱ δυνάμεις μας καὶ πυκνώνουν οἱ ἐπισκέψεις τῆς ἀνημπόριας, τῆς ἀνάγκης, τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς θλίψης. Τὸ κενὸ μεγαλώνει κι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεπερνοῦν κάποιες δεκαετίες παραμονῆς στὴν σφαῖρα τῆς φθορὰς καὶ τῆς ἀενάου μεταβολῆς ξεμένουν ἀπὸ φίλους, γνωστούς, συγγενεῖς, ἀγαπημένους, οἰκείους. Τὸ τοπίο χάνει τὰ χρώματὰ τοy καὶ γκριζάρει, ὅπως ἡ κώμη ποὺ φθίνει καὶ λευκαίνει ὅπως ἡ χιών. Ύστερα τὸ λευκὸ χλωμιάζει κι ἀδειάζει, γίνεται μία ἄχρωμη σχισμή, ἕνα ἀτοπικὸ σημεῖο. Ἡ οἰκειότητα μὲ τὸ περιβάλλον ἀπόλλυται καὶ μαζὶ τους ἡ χαρά, ὁ ἔρωτας, τὸ κίνητρο γιὰ νὰ δοθεῖ συνέχεια στὸ δρᾶμα. Τὰ γέλια κι ἡ ἠχὼ τοῦ πολύβουου κόσμου γίνονται σιωπή.
Ὅσοι ἔχουν συζητήσει μὲ εἰλικρίνεια μὲ ὑπερήλικες, ποὺ ἔχουν ξεπεράσει τὰ σύνορα αὐτοῦ ποὺ ἀποκαλεῖται «μέσο προσδόκιμο ἐπιβίωσης», πιθανότατα νὰ ἔχουν διαπιστώσει ὅτι ἐκεῖνο ποὺ τοὺς πείθει νὰ κάνουν -ἀσυνειδήτως μὲν ἀλλὰ στὴν οὐσία ἐθελούσια- τὸ μεγάλο ἅλμα στὸ σεισμικὸ χάσμα τοῦ τάφου εἶναι ἡ ἔλλειψη κινήτρου νὰ συνεχίσουν. Πεθαίνουν, τάχα ἀπὸ γηρατειά, ἀλλὰ ἡ βαθιά, ἀνομολόγητη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀποχωροῦν ἐπειδὴ δὲν βρίσκουν κάποιον ἰσχυρὸ λόγο να τοὺς κρατήσει ἐν ζωῇ.
Ἐκεῖ ἀκριβῶς, στὸν ἰσχυρὸ λόγο γιὰ νὰ κρατηθοῦμε στὴ ζωὴ -ὅποια μορφὴ καὶ φύση ἂν ἔχει αὐτὴ- βρίσκεται τὸ μόνο ἀτοὺ ποὺ κρατᾶμε στὰ χέρια μας. Κι αὐτὸ τὸ ἀτοὺ μᾶς τὸ ἔχει δώσει μὲ τρόπο φανερό, ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις, ὁ Λόγος αυτὸπροσώπως. Ὁ Λόγος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀρκέσει ἂν ἦταν ἰσοϋψὴς καὶ ἰσοβαρὴς μὲ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ λίγο δὲν χωρᾶ τὸ ὅλον. Τὸ εὔθραυστο σαρκίο δὲν ἀντέχει νὰ βαστάξει τὸ βάρος τῆς ὕπαρξης. Μόνο ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἰσχὺ νὰ μᾶς τραβήξει πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὸ νόμο τῆς βαρύτητας ποὺ μᾶς ἕλκει στὰ φρικώδη βάθη τοῦ κενοῦ.
*H.Diels and W. Kranz, Die Fragmenteder Vorsokratiker, vol. 1, 6th edn.,
Berlin:Weidmann, 1951: 150-182.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου