Ας υποθέσουμε ότι μπροστά στα μάτια μας αντικρίζουμε ένα πτώμα επάνω στο οποίο υπάρχουν εμφανή ίχνη πυροβολισμών. Οι τρύπες από τις σφαίρες αχνίζουν και το αίμα δεν έχει σταματήσει να τρέχει από τις πληγές που χάσκουν. Επίσης, επάνω στο κεφάλι του είναι σφηνωμένο ένα τσεκούρι και από την πλάτη του εξέχουν τρεις λαβές από μαυρομάνικα μαχαίρια. Οι λάμες τους φαίνεται να έχουν ταξιδέψει μέχρι την ραχοκοκαλιά του θύματος.
Ξάφνου, ένας περαστικός λέει: «Έγκλημα, καλέστε την αστυνομία! Κάποιοι δολοφόνησαν έναν αβοήθητο φουκαρά!»
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την φράση του και ένα τσούρμο μυστήριων πλην ισχυρών τύπων που είναι άγνωστο από πού αντλούν την δύναμή τους αρχίζουν και ειρωνεύονται τον περαστικό που καταγγέλλει το φόνο αλλά και έμμεσα το ίδιο το θύμα:
«Που το ξέρεις ρε κακομοίρη ότι ήταν έγκλημα; Μήπως το είδες να γίνεται μπροστά στα μάτια σου; Είδες κάποιον να πυροβολεί τον νεκρό, να του κόβει το νήμα της ζωής με τα μαυρομάνικα στιλέτα; Τσάκωσες κανέναν να του σφηνώνει την κόψη του πέλεκυ στο κρανίο; Ντροπή σου συνωμοσιολόγε!»
Οι παράξενοι τύποι με την μεγάλη ισχύ που μπορεί να συγκριθεί μόνον με την ένταση της φωνής τους και το μέγεθος της θρασύτητάς τους συνεχίζουν να ακυρώνουν λεκτικά την δολοφονία απαριθμώντας τις κακές συνήθειες του θύματος που μάλλον το γνώριζαν:
«Εδώ και καιρό είχε χάσει το μέτρο. Αδιάφορος, νωθρός και παραδομένος στις ενοχές. Ωχαδελφιστής και ουτιδανός σε μέγεθος και προθέσεις. Προσκολλημένος στην ύλη και παγερά αδιάφορος στην επιζήτηση του αγαθού. Έτρωγε πολύ και δεν αθλείτο. Η διατροφή του γεμάτη λιπαρά. Το ζάχαρό του στα ύψη. Δεν έκανε τσεκ απ ούτε έπαιρνε τις δέουσες προφυλάξεις. Ανοργάνωτος κι απροετοίμαστος. Έβλεπε τον χάροντα να τρέχει καταπάνω του κι άφηνε το μοιραίο να τον επισκεφτεί. Αυτό τον σκότωσε. Αυτό ήταν το ριζικό του και τέτοια του έπρεπαν».
Ο περαστικός ψελλίζει χωρίς ιδιαίτερη ένταση το αυτονόητο:
«Οι σφαίρες; Ποιος τις έριξε; Το τσεκούρι; Ποιος το σφήνωσε; Τα μαυρομάνικα μαχαίρια; Ποιος του τα κάρφωσε; Μοναχά τους αποτέθηκαν όλα αυτά στο άψυχο κορμί;»
Οι ισχυροί, εκείνοι δηλαδή που έχουν στην υπόθεσή μας την ικανότητα του «ονοματίζειν», του να ορίζουν κατά τις ορέξεις τους ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, του επιτέθηκαν με διπλάσια λύσσα. Σαν τη λύσσα που είχαν πριν από δυο χιλιετίες μαυροφορεμένοι δικαστές που σκίζανε τα ρούχα τους προσπαθώντας και τελικά κατορθώνοντας να οδηγήσουν στον σταυρό τον Γιο ενός ξυλουργού, τον Γιο του Ανθρώπου:
«Αν δεν έχεις στοιχεία να μην μιλάς. Φέρε σε βιντεοκασέτα τα πλάνα από την στιγμή της δολοφονίας αλλιώς σώπασε. Φέρε μπροστά μας τον φονιά να ομολογεί το έγκλημα αλλιώς τράβα να κρυφτείς στις αιώνιες σκιές σου. Σκοταδιστή!»
Μόνος ασυγκίνητος μπροστά σε τούτο το δράμα ο καιρός που πάντοτε περνά. Το ίδιο κι ο νεκρός που γνωρίζει αλλά οι σάρκες του σπάνε και διαλύονται ορμηνεμένες από τη φύση του θανάτου.
Αν μπορούσε να μιλήσει θα το ‘λεγε.
Οι παράξενοι τύποι που αρνούνται το έγκλημα αντλούν την μεγάλη τους ισχύ από την Αυτού Εξοχότητα τον δράστη.
Ήταν
Πολύ
Απλό
Τα είπατε όλα. Μπράβο
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι αν αλλαζαν ολα? και αν ο φονοσ ηταν νομιμοσ, υποχρεοτικοσ, ανακγαιοσ , γραφειοκρατουμενοσ? θα σκοτωναμε ακομα ? τηα σκοτωναμε για κοινωνικη καταξιοση η θα βαριομασταν να σκοτωσουμε?
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσπαθω να καταλαβω το πνευμα, αλλα ομολογω αδυναμια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδω καραβια χανονται και το μν χτενιζεται.
Εδω γινονται σοδομα και γομορα και μεις γραφουμε περι διαγραμματου.
Οι ανθρωποι, ειναι αχρηστοι και γι αυτο, ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ.
Γι αυτο, γραψτε κατι .
Χτες το βραδυ, χαρηκα τον Κυρτσο, που αν και δικος τους, ξεφτιλισε τον Κωνσταντοπουλο, για το θεμα της κατασπαταλησης των πορων της βοηθειας.
Ποτε δεν ειχα ακουσει δημοσιογραφο, να μιλαει ετσι.
Ουτε και ο πρωτογονος Κακαουνακης, δεν μιλησε ποτε ετσι.
Εδω καιγεται ο @ωλος μας κι εμεις ξυνομαστε.
Θ.