(διήγημα του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη, το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο "8 Σημάδια Ανάμεσα στο Φως και το Σκοτάδι")
“Γειά σου. Θα σε δω στον ύπνο σου.”
Η κοπέλα χαμογέλασε και επιτάχυνε το βήμα της. Ο Βαγγέλης έμεινε να την κοιτάζει, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια του.
Οι ρόδες από το καροτσάκι στρίγγλισαν.
“Άσε μάνα, θα το πάω εγώ”.
“Είναι ανηφόρα παιδί μου”.
“Μπορώ μάνα, σου είπα. Μπορώ”.
Ο Βαγγέλης άρχισε με κοφτές κινήσεις να γυρνά τις ρόδες του καροτσιού. Μετά σταμάτησε. Έβαλε τα γέλια.
“Τι έγινε; Είπα τίποτε αστείο; Έκανα τίποτα;”
“Όχι ρε μάνα. Θυμήθηκα το ανέκδοτο με το Μεξικανάκι που πλησίασε τον τύπο που έκανε push-ups στην παραλία και του είπε «Senior, you can stop now…la siniorita is gonne» … Εντάξει, η κοπέλα έφυγε. Αλλά σκέψου να γυρίσει επειδή της γυάλισα και να δει την μάνα μου να σπρώχνει το καρότσι μου … κοτζάμ γαϊδούρι και να μου σπρώχνουν το καρότσι”.
Ο Βαγγέλης συνέχισε το γέλιο, ενώ έσπρωχνε το καρότσι του στην ανηφόρα. Η μάνα του ακολουθούσε, φτιάχνοντας το γιακά του που πέταγε. Έτσι είναι…να γυρίσει το κορίτσι και να τον δεί απεριποίητο, δεν κάνει.
“Τι της έλεγες, δεν κατάλαβα. Κάτι για ύπνο και όνειρα”.
“Αυτά είναι μυστικά. Να μη σε νοιάζει εσένα”.
“Την ξέρεις την κοπέλα αυτή; Την έχεις ξαναδεί; Μου φάνηκε ότι και αυτή έδειξη σα να σε ξέρει”.
Ο αέρας πήρε τα τελευταία λόγια.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πέρασαν τη μέρα στην έρημα παραλία. Μιά απ΄αυτές τις ατέλειωτες μέρες, γεμάτη έρωτα πάνω στην άμμο.
Δεν ήθελαν να γυρίσουν στο ξενοδοχείο, σα να μην ήθελαν να παραδεχτούν ότι ο μήνας του μέλιτος έφτανε στο τέλος του και αύριο θα έπρεπε να γυρίσουν στην Αθήνα.
“Θα σε δω στον ύπνο σου” είπε ο Βαγγέλης.
Η Σουζάνα ανασηκώθηκε και κάτι σκέφτηκε. “Κοίτα, από δω και πέρα θα με βλέπεις κάθε μέρα στον δικό σου ύπνο, για την υπόλοιπη ζωή σου” και του έδειξε την ολοκαίνουργια βέρα στο δεξί της χέρι. “Αλήθεια, τι ήταν αυτό που είπες; Θα με δεις στον ύπνο μου; Πως σου ήρθε;”
“Α, δεν ξέρω. Έτσι”.
Η Σουζάνα σκέφτηκε ότι ο Βαγγέλης δεν είχε ξεπεράσει ακόμα το ατύχημα. Έζησε όμως και οι φόβοι των γιατρών ότι θα πέρναγε την ζωή του πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι δεν επαληθεύτηκαν. Μερικά κενά μνήμης και κάποιες στιγμές αφηρημάδας, σα να ήταν αλλού, αυτό ήταν όλο.
Πριν κοιμηθούν έφτιαξαν τις βαλίτσες τους. Την άλλη μέρα το πρωί θα έφευγαν πρωί-πρωί από το ξενοδοχείο.
“Ρε Βαγγέλη, γαμώτο, σε ξέρω τόσα χρόνια αλλά μετά το ατύχημα έρχονται στιγμές που δεν είσαι αυτός που ξέρω. Σα να είσαι κάποιος άλλος, που σου μοιάζει, αλλά δεν είσαι εσύ. Κάτι τέτοιες ώρες, αν σε έβλεπα στον δρόμο, στ΄ορκίζομαι, μπορεί και να μη σε αναγνώριζα. Θα σε κοίταζα σα να ήμασταν παλιοί γνωστοί, αλλά σα να μην μπορώ να θυμηθώ από που”.
“Θα σε δω στον ύπνο σου” μουρμούρισε ο Βαγγέλης και βυθίστηκε.
“Άντε πάλι, αρχίσαμε τα δύσκολα. Εδώ είμαι καλέ μου, μπορείς να με δεις και εδώ, δε χρειάζεται να κοιμηθώ” είπε η Σουζάνα και τον κούνησε. Ο Βαγγέλης είχε ήδη κοιμηθεί.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Έρχονται στιγμές που η πίκρα ξεχυλίζει. Το πρωινό ξύπνημα είναι μιά από αυτές. Όταν αρχίζει ο Βαγγέλης να νοιώθει μουδιασμένα τα πόδια του και ανοίγοντας τα μάτια του το πρώτο πράγμα που βλέπει μπροστά του είναι το αναπηρικό καροτσάκι.
Κι όλα αυτά, έγιναν σε μιά μόνο στιγμή. Τόσο ξαφνικά, τόσο απροειδοποίητα. Ο γιατρός ήταν απόλυτος : δεν υπήρχαν ελπίδες να ξαναπερπατήσει.
“Να το κάνω, θα μπορώ γιατρέ;” βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει ο Βαγγέλης. “Θα θέλεις;”. Απάντηση και αυτή. “Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω τίποτα ….. θα δούμε”.
Άλλο ένα μαρτυρικό ξύπνημα. Επιβεβαιωτικό της κατάστασης, της αναπηρίας. Το ίδιο μούδιασμα, το ίδιο καροτσάκι μπροστά στο κρεββάτι.
“Μάνα” είπε ο Βαγγέλης με σβυσμένη φωνή.
Η μητέρα του πρόβαλε στην πόρτα. Σα να ήξερε ότι ο γιός της θα την φώναζε, ήταν έξω από την πόρτα του και περίμενε την φωνή του. Καθημερινό σκηνικό μετά το ατύχημα.
“Έβλεπα χθες το βράδυ στον ύπνο μου παραλίες. Δεν θυμάμαι ακριβώς για ποιόν λόγο είχαμε πάει εκεί, αλλά ήταν πολύ ωραία”.
“Είχατε πάει, είπες. Ποιός ήταν μαζί σου;”
“Αυτή, ρε μάνα. Αυτή”.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Άλλη μιά μέρα στο καροτσάκι. Άλλη μιά μέρα που ο πόνος γίνεται ο μόνος φίλος και βουβός κάθεται απέναντι από το αναπηρικό καροτσάκι του Βαγγέλη για συντροφιά.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Βαγγέλης ξύπνησε ιδρωμένος. Δεν άνοιξε τα μάτια του, ήξερε τι θα έβλεπε.
Παραξενεύτηκε γιατί δεν αισθάνθηκε το μούδιασμα στα πόδια. Ένα γλυκό άρωμα ήρθε στη μύτη του. Γυναίκα, αυτό ήταν. Πήρε κουράγιο και άνοιξε τα μάτια του.
“Καλημέρα αγάπη μου. Γιατί δεν ανοίγεις τα μάτια σου τόση ώρα, αφού έχεις ξυπνήσει”.
“Εσύ εδώ, μαζί μου;”
“Τι είναι αυτά που λες, βρε πυροβολημένε; Ποιά ήθελες να είναι;”
“Καλά δεν σε πειράζει που ….”
“…. Που είσαι αφηρημένος μερικές φορές, που συμπεριφέρεσαι σα να μην ξέρεις ποιά είμαι μετά από 10 χρόνια, όχι, δεν με πειράζει. Σε έχω συνηθίσει και σε αγαπάω”.
Ο Βαγγέλης ανασηκώθηκε και την κοίταξε με απορία. Κοίταξε τριγύρω του. Το καροτσάκι του δεν ήταν πουθενά. “Μου το έκρυψε”, σκέφτηκε.
Έκανε το συνηθισμένο τεστ επιβεβαίωσης της αναπηρίας του. Κουνάμε τα πόδια μας, αλλά αυτά μένουν ακίνητα. Όχι όμως εκείνη τη μέρα. Είδε με έκπληξη κάτι να κουνιέται κάτω από το σεντόνι του. Ήταν τα πόδια του, που χόρευαν σε έναν ξέφρενο ρυθμό, που γινόταν όλο και πιό έντονος.
“Είσαι παιδί” του είπε η όμορφη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη δίπλα του.
Γύρισε και την κοίταξε. Την ήξερε καλά. Ήταν η κοπέλα που περνούσε μπροστά από το καροτσάκι του και όταν αυτός της μιλούσε, του χαμογελούσε και έφευγε..
Είχε εντελώς αποροφηθεί στην προσπάθειά του να καταλάβει πως είχε βρεθεί αυτή η κοπέλα στο κρεββάτι του. Του χαμογελούσε και του έδειχνε ένα δαχτυλίδι στο δεξί της χέρι. Ήταν βέρα. Σα να διάβασε την απορία στο βλέμμα του και του έγνεψε “κοίτα και το δικό σου χέρι”.
Φορούσε και αυτός βέρα.
Εκείνη την στιγμή διαπίστωσε ότι περπατούσε χωρίς πρόβλημα. Τα πόδια του ήταν γερά, όλο του το σώμα ήταν εντάξει. Ο ήχος του κουδουνιού της πόρτας τον βρήκε να κοιτάζεται με φιλαρέσκεια.
“Θάναι η μάνα σου. Άνοιξέ της”.
Η μητέρα του τον κοίταξε εξεταστικά μπαίνοντας. “Γειά σου Βαγγέλη. Είσαστε καλά, παιδί μου;”
“Μάνα, έγινε κάτι παράξενο. Δεν ξέρω πως να στο εξηγήσω”.
“Γιατί να το εξηγήσεις σε μένα; Στη Σουζάνα μίλα. Τον δικό της ύπνο χρησιμοποίησες, όχι τον δικό μου. Αγόρι μου, είσαι καλά. Αυτό μετράει. Απλώς έζησες για ένα διάστημα και στην άλλη πλευρά. Έμεινες μετέωρος ανάμεσα στις δύο και τελικά ήρθες εδώ, μαζί μας. Πρέπει να Του πεις ένα μεγάλο “Ευχαριστώ”. Και να ξέρεις, σε κάποιο σημείο της γής υπάρχει το άλλο αγόρι πάνω στο καροτσάκι”.
“Πού τα ξέρεις αυτά, μάνα; Πως τα ξέρεις;”
“Οι μανάδες τα ξέρουν όλα. Τις αγαπάει ο Θεός…. Πως είναι η Σουζάννα;”
Η μαγεία του read more!
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=Ow0gvdvI5p4