Ὁ ναὸς τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τῶν Ἀθηνῶν. Στὶς ἔνθετες εἰκόνες ὁ Δημοσθένης Βουτυρὰς καὶ τὸ ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου του. |
-Νὰ ἡ ἀκρόπολη!
-Ἡ καϊμένη!... εἶπε ὁ Σοφοκλῆς κουνώντας τὸ κεφάλι.
-Μὰ σὰ νὰ μὴν εἴμεθα στὴν Ἀθήνα!.. Σας τὸ λέω σωστά!.. Αλλιώτικη μοῦ φαίνεται.[...]
-Ναί, ἔχεις δίκαιο, τοῦ ἀπάντησε ὁ Φειδίας. Αὐτὴ δὲν είνε ἡ Ἀθήνα μᾶς, ἡ Ἀθήνα πέθανε. Αὐτὴ ἐδῶ, εἶνε τὸ πτῶμα της! Καὶ τὸ πτῶμα βρωμᾶ!.. Ἡ ζωὴ της, ἔχει φύγει ἀπὸ καιρό, τὰ δέντρα, τὰ νερά!.. Τὰ ποτάμια της πάψανε νὰ τρέχουν, ἐκόπηκε ἡ ζωὴ τους.
Δημοσθένη Ν. Βουτυρᾶ, «Ἀνάσταση Νεκρῶν», Ἐκδοτικὸς Οἶκος Δημητράκου, Ἀθήνα:1929, σελ. 29-30.
Τὸ ἀριστουργηματικὸ διήγημα τοῦ Δημοσθένη Ν. Βουτυρᾶ (1872-1958) «Ἀνάσταση Νεκρῶν» ἀξίζει νὰ διαβαστεῖ ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο δυνατὸ ἀριθμὸ ἀναγνωστῶν, νὰ διδαχθεῖ (ὁλόκληρο, ὄχι αποσπασματικά) στὰ σχολεῖα καὶ νὰ μεταφερθεῖ στὸν κινηματογράφο. Πρόκειται γιὰ μία συγκλονιστικὴ καταγγελτική, πικρὴ καὶ ταυτόχρονα σατιρικὴ ἀφήγηση τῆς διάρρηξης τῆς σχέσης τοῦ νεοελλαδικοὺ κράτους ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνίας μὲ ὅ,τι μᾶς κάνει καὶ μᾶς δείχνει σποῦδαίους καὶ μεγάλους: τὸ ἀρχαῖο παρελθὸν μας.
Σ’ αὐτὸ τὸ μοναδικὸ λογοτεχνικὸ ἔργο ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Εὐριπίδης, ὁ Περικλῆς, ὁ Φειδίας, ὁ Ἀριστοφάνης καὶ ὁ Ὅμηρος ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὸν Άδη στὴν Ἀθήνα τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνα. Ἡ ἔλευσὴ τους στὸν κόσμο τῶν ζωντανῶν εἶχε προφητευτεῖ ἀπὸ ἕναν ἀλαφροΐσκιωτο γέροντα, τὸν
Φούλτα, ὁ ὁποῖος «εἶχε μαντικιὰ δύναμη τρομερή».Ἀρχικά, ἡ ὑποδοχὴ ποὺ ἐπιφυλάσσουν οἱ ἔκπληκτοι, ἐκστασιασμένοι ἀπόγονοι σ’ ἐκείνους τοὺς λαμπροὺς προγόνους εἶναι ἀποθεωτική. Ἡ πολιτικὴ τάξη, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ αλληλοκατηγορεῖται γιὰ διαφθορά, νεποτισμὸ καὶ ἀνικανότητα, βλέπει στὴν ἀνάσταση τῶν διασήμων νεκραναστημένων μιὰ εὐκαιρία νὰ λύσει τὰ ἐθνικὰ θέματα τῆς χώρας ἀλλὰ καὶ γιὰ διεθνή… δανεισμό.
Οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι προθυμοποιοῦνται νὰ βοηθήσουν τὴν Ἑλλάδα. Προσπαθοῦν νὰ δημιουργήσουν νέα ἔργα, νὰ προσφέρουν νέες ἰδέες στοὺς Ἕλληνες, νὰ τονώσουν τὸ κοινωνικὸ παρὸν μὲ τὸν ἀκένωτο πνευματικὸ θησαυρὸ τοῦ παρελθόντος. Οἱ προσπάθειὲς τους δὲν θὰ καρποφορήσουν γιατὶ ἀκόμα κι αὐτοί, πέφτουν θύματα τῶν δαιμόνων ποὺ στοιχειώνουν τὸ συλλογικὸ βίο: ἡ γραφειοκρατία, ἡ ἀλαζονεία τῆς ἐξουσίας, ἡ ἀδιαφορία τοῦ πλήθους γιὰ τὴν πολιτισμικὴ κληρονομιά, ἡ ἐπίθεση τοῦ ὑλισμοῦ στὸ ἀττικὸ τοπίο ἔχουν μετατρέψει τὴν Ἀθήνα σὲ σκουπιδότοπο ποὺ ὄζει καὶ ἀπωθεῖ (κάτι θυμίζει σὲ ὅλους μας αὐτὸ…). Ἡ νέα Ἑλλάδα συνήθισε νὰ εἶναι μία θλιβερὴ σκιὰ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ ἀντιδρᾶ σὲ κάθε ἀπόπειρα ἐθνικῆς ἐπανεκκίνησης.
Οἱ ἀρχαῖοι ποὺ ἦρθαν στὸν κόσμο τῶν σύγχρονων θὰ παραμεριστοῦν, τὸ κράτος θὰ τοὺς λησμονήσει καὶ θ’ ἀναγκαστοῦν νὰ ψάξουν γιὰ δουλειὰ καὶ οι… ἀρχὲς θὰ προσφέρουν (ὄχι γιὰ όλους) μία θεσούλα δημοδιδασκάλου σ΄ ἕνα ἀνύπαρκτο χωριό. Λίγος καιρὸς θὰ περάσει ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τῶν ἐπιφανῶν νεκρῶν καὶ ὁ λαὸς θὰ δείχνει ὅτι τοὺς ἔχει ξεχάσει ἐνῶ ὁ Τύπος θὰ ξεκινήσει σκληρὲς ἐπιθέσεις στὸ ἔργο τους.
Ὁ Δ. Βουτυράς, ὡς βιρτουόζος καλλιτέχνης τοῦ λόγου κινεῖται μὲ χάρη καὶ ἄνεση σὲ διάφορα εἴδη πεζογραφίας – κι αυτό ἐδῶ θὰ μποροῦσε ἄνετα νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἐκπροσωποῦν τὴν ἐπιστημονικὴ φαντασία.
Τὸ «Ἀνάσταση Νεκρῶν» κοντεύει νὰ συμπληρώσει αἰῶνα ἀπὸ τὴν ἔκδοσὴ του ἀλλὰ φαίνεται–καὶ εἶναι– τωρινό, σημερινό. Ὅσα προκάλεσαν τὴ συγγραφὴ τούτου τοῦ διηγήματος ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ μάλιστα ἐκδηλώνονται ἐντονότερα. Ἡ εὐθυκρισία τοῦ Βουτυρᾶ, ἡ διορατικότητὰ του, ἡ γνώση τῆς ἐπίδρασης τῶν νοσογόνων παραγόντων, ποὺ πλήττουν τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ τὴν ἠθικὴ συγκρότηση τῶν νεοελλήνων καὶ ἡ βαθιὰ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο δημιουργεῖ στὸν ἀναγνώστη τὸ ἀπαραίτητο συναίσθημα τῆς ταύτισης μὲ τοὺς πρωταγωνιστές. Δύσκολα θὰ μπορέσει ν’ ἀποφύγει κάποιος τὸ σφίξιμο τῆς ἀγωνίας, ποὺ προκαλοῦν οἱ περιπέτειες τῶν ἀρχαίων ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἐπιβιώσουν στὸν ἀφιλόξενο νέο κόσμο μας. Πλεονάζει ἐπίσης ἡ συγκίνηση γιὰ τὰ παθήματα, τὶς προσδοκίες καὶ τὶς προσπάθειες τῶν ἀρχαίων νὰ μᾶς βοηθήσουν ἀλλὰ καὶ ἡ θλίψη γιὰ τὴν δυσπερίγραπτη κατάντια τοῦ τόπου καὶ τῶν ἀνθρώπων. Σε ὅλα τοῦτα νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ ἀπέχθεια, ποὺ κατορθώνει νὰ μεταδώσει ὁ συγγραφέας στοὺς ἀναγνῶστες, γιὰ τον σαθρό, ἀνόητο, μικροπρεπῆ καὶ διεφθαρμένο πολιτικὸ κόσμο, ποὺ κυριαρχεῖ στὸ ἡμιδιαλυμένο κρατίδιο.
Ἡ ἀνάγνωση τοῦ «Ἀνάσταση Νεκρῶν» εἶνάι μία ἀνεκτίμητη πνευματικὴ δωρεὰ τοῦ Δημοσθένη Βουτυρᾶ στὶς γενιὲς ποὺ ἔρχονται καὶ φόρος τιμῆς στὶς ηρωϊκές, κολοσσιαῖες προσωπικότητες τῆς ἀρχαιότητας.
ΥΓ: Ὁ Βουτυράς, ποὺ περιέγραψε μὲ τόσο μελανὰ χρώματα τὴν Ἀθήνα τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οὐ αἰῶνα, τῆς ὁποίας τὸ κέντρο κοσμοῦσαν τόσα φινετσᾶτα νεοκλασσικὰ οἰκοδομήματα τὶ θὰ ἔκανε, ἄραγε, σήμερα βλέποντας μία εἰκόνα ἀποχωρητηρίου ποὺ ἀποικίζεται ἀπὸ ἰσλαμικοὺς πληθυσμούς;
Παναγιώτης Λιάκος. Δημοσιεύτηκε στὴν κυριακάτικη δημοκρατία (10/01/2021).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου