Σελίδες

Πέμπτη, Ιουλίου 16, 2015

Καλό δρόμο!

Ο Χρήστος Γούδης γράφει για την καινούργια «αυστροουγγρική αυτοκρατορία» (με έντονες πρωσικές προσμίξεις), κάτω από την μπαγκέτα ενός νεοοικονομολόγου Μέττερνιχ, που καθίσταται όλο και πιο έντονα ορατή, ελλείψει ατυχώς ενός δικού μας Καποδίστρια.

Η αφέλεια της μάζας των Ελλήνων πολιτικών, ως αυθεντικών εκφραστών της γενικότερης λαϊκής αμάθειας, η οποία τους εκτοξεύει στην ηγεσία της χώρας λόγω των ατελειών ενός άκρατου δημοκρατικού μοντέλου ελευθέρας βοσκής που λειτουργεί χωρίς φρένο, φίλτρα και φραγμούς ώστε να αποκλείει σε προκαταρκτικό στάδιο τις μαζικές υποψηφιότητες ανίκανων, ακατάλληλων και απροσάρμοστων ατόμων στην διεκδίκηση της εξουσίας, αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ξεχαρβαλωμένου αντιπροσωπευτικού μας πολιτικού συστήματος.

Ένα από τα τρέχοντα χαρακτηριστικά της απλοϊκότητας των χύδην πολιτικών μας είναι και ο μοδάτος ρητορικός μανιχαϊσμός του «εμείς και η Ευρώπη». Πέραν των δυσκολιών της ακτινογράφησης του «εμείς» και του συγχρωτισμού μας με «αυτούς», το υφέρπον δίλημμα εμπεριέχει τον μυωπικό συλλογικό όρο «Ευρώπη» ως θεωρούμενο κάτι το
ομογενές, κάτι σαν ένα απειλητικό και επίφοβο παγόβουνο του οποίου τη φύση αδυνατούμε να αντιληφθούμε και να αναλύσουμε. Μια αφηρημένη γενικότητα, κάτι σαν τον πλανήτη Γη, τον Άρη, τον Γαλαξία, το Σύμπαν, κάτι αόριστο αλλά καθολικό που όμως δεν ξέρουμε τι κουβαλά πάνω ή μέσα του. Κάτι που ήταν, είναι, και θα είναι μονίμως ομοιογενές και συμπαγές σαν ένα ανεξέλικτο πέτρωμα, που κάποιες φορές, καθώς οδηγούμε αμέριμνα, ξεπετάγεται μπροστά μας για να συγκρουσθεί μαζί μας.


Όμως η «Ευρώπη», κάτω από τους διάφορους πρόσφατους λεκτικούς μανδύες που υπονοούν μια προσδοκία συνένωσής της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι (ΕΟΚ, ΕΕ), έχει τη δική της συνεχώς μεταλλασσόμενη μορφολογία ενός παζλ που αναζητά ακόμη τις ψηφίδες του, έτοιμο παράλληλα να απορρίψει και κάποιες από αυτές. Ξεκινώντας μεταπολεμικά σαν πολιτική και πολιτισμική ασπίδα προστασίας και συσπείρωσης των δυτικών χωρών-μελών έναντι του συνασπισμού των χωρών του κομμουνιστικού παραπετάσματος, βρέθηκε πρόσφατα σε μία νέα εξελικτική πορεία μετά την κατάρρευση του τελευταίου, και την άμετρη και άκριτη προσρόφηση στους κόλπους της κρατών συνηθισμένων στην πολιτική, πνευματική και οικονομική δουλεία του κομμουνισμού.

Το κέντρο βάρος της μετατέθηκε προς βορράν καθώς η πολιτική της ιδιοπροσωπία άρχισε να μεταλλάσσεται προσλαμβάνοντας τα χαρακτηριστικά μιας φεουδαρχικής Μεσευρώπης (Mitteleuropa) με ηγεμόνα το νεογερμανικό ράϊχ και υπηκόους του τα άφθονα κράτη-δούλους, δούλους-σκύλους του, στην γεωγραφική περιοχή της Βαλτικής αλλά και στις σλαβανάκατες γεωγραφικές εκτάσεις που εκτείνονται μέχρι των βορείων συνόρων της χώρας μας, οι οποίοι μηδενική ή μηδαμινή συμβολή είχαν, διαχρονικά, στην Ιστορία του Πολιτισμού της ανθρωπότητας.


Το ογκούμενο αυτό ευρωπαϊκό μόρφωμα αποκτά, σταδιακά αλλά σταθερά, μορφή, κυτταρικό υπόστρωμα, πολιτισμική υφή και κοινωνική ψυχολογία που αρχίζουν να αποκλίνουν έντονα από τα συνυπάρχοντα μέχρι πρό τινος μεσογειακά και περιφερειακά ανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Μια καινούργια «αυστροουγγρική αυτοκρατορία» (με έντονες πρωσικές προσμίξεις) που στις δόξες της επεδίωκε διακαώς – ας μην το ξεχνάμε αυτό – φυσική έξοδο στο Αιγαίο (Θεσσαλονίκη μ’ ακούς;) κάτω από την μπαγκέτα ενός νεοοικονομολόγου Μέττερνιχ, καθίσταται όλο και πιο έντονα ορατή, ελλείψει ατυχώς ενός δικού μας Καποδίστρια.

Η στρατιωτικοποιημένη, και μονολιθικά συντεταγμένη κοινωνία του βορρά, της κατάψυξης και του ζόφου των Νιμπελούνγκεν που παγώνει τις όποιες εναλλακτικές και αποκλίνουσες συμπεριφορές του ανθρώπου από το απόλυτο μιας επιβεβλημένης από τη φύση (;) άκαμπτης χειμερίας τάξης, αντιπαρατίθεται με την υπολανθάνουσα αναρχική συμπεριφορά των κοινωνιών του νότου την εκπορευόμενη από την κλιματολογική και γεωλογική του αστάθεια (έντονη και ταχεία εναλλαγή εποχών, αστάθμητη τεκτονική δραστηριότητα), τη στιγμή που η μονόχνωτη περιστροφή περί τον μαγνητικό άξονα της Μεσευρώπης δημιουργεί φυγόκεντρες τάσεις διαφυγής των ψηφίδων της εκπολιτισμένης περιφέρειας (λέγε με Brexit για αρχή).

Και το ερώτημα που ανακύπτει μεσοπρόθεσμα για μας, θυμίζει την παλιά καλή απορία που διατύπωνε καθημερινά κατά την δεκαετία του ’60 η εκλίπουσα πλέον, και εμβληματική του νότου, εφημερίδα «Μεσημβρινή»: «Πού θα πάμε, τί θα δούμε, μιά ιδέα που θα βρούμε; Πώς μεγάλωσε η Αθήνα, δεν την ξέρει πια κανείς», για να απαντήσει αμέσως μετά η ίδια: «Ά, όχι, η Μεσημβρινή την ξέρει» υποδεικνύοντάς μας στην συνέχεια της σχετικής σελίδας της, τους τόπους και τις δυνατότητες της ημερήσιας ψυχαγωγίας μας. Τώρα, το πρόβλημά μας πέφτει στους δικούς μας ώμους και στο δικό μας μυαλό, αν υποτεθεί ότι έχουμε ακόμη μυαλό. Και που σήμερα είναι, δυστυχώς, πρόβλημα αναζήτησης όχι τόπων και τρόπων ψυχαγωγίας αλλά δρόμων εθνικής επιβίωσης. Σε ένα ευρωπαϊκό σκηνικό με αφέντες, φέουδα και δούλους-σκύλους, θα πρέπει να βρούμε τον δικό μας δρόμο, εμείς οι ίδιοι, ανοίγοντάς τον αν χρειαστεί, με σύνεση, περίσκεψη και σωφροσύνη, γιατί, σύμφωνα και με τον μεγάλο ποιητή της ιβηρικής, Αντόνιο Ματσάδο:

Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος,
τον δρόμο η πορεία σου τον φτιάχνει μοναχά.
Διαβαίνοντας ανοίγεται ο δρόμος,
και ρίχνοντας πίσω τη ματιά
βλέπει κανείς το μονοπάτι
που ποτέ πια δεν θα πάρει
για να γυρίσει πίσω ξανά.

Προσοχή λοιπόν, αυξημένα αντανακλαστικά, αίσθημα εγρήγορσης, σωστές επιλογές, και... καλό δρόμο!

Πηγή: εφημερίδα "δημοκρατία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου