«Γυμνώθη ἀπὸ τὰ ράκη του ὁ πολύβουλος Ὀδυσσεὺς
καὶ στὸ κατώφλι σάλταρε μὲ τόξο καὶ φαρέτρα
γεμάτη βέλη, κι ἔχυνε βέλη μὲ γρηγοράδα
ἐμπρὸς στὰ ποδιὰ του, αὐτοῦ, καὶ εἶπε στοὺς μνηστῆρες:
«Αὐτὸς ὁ ἆθλος ἄβλαβος τελέστηκε καὶ τώρα
θὰ βάλω στόχο ποὺ κανεὶς ἄνδρας ἄλλος δὲν χτύπησε,
μήπως πετύχω καὶ μοῦ δώση δόξα ὁ Ἀπόλλων».
Εἶπε, καὶ στὸν Ἀντίνοο ἔστειλε τὸ πικρὸ βέλος.
Ὁμήρου Ὀδύσσεια, Ράψ. Χ, στ. 1-8, ἔμμετρη μετάφραση Κώστας Δούκας, ἐκδ. Αἰγηίς, Ἀθήνα:2017, σελ. 725.
Ὁ νόμιμος ἡγέτης τοῦ τόπου καὶ ἀφέντης τοῦ οἴκου ἀπουσιάζει σὲ ἐκστρατεία καὶ τὴ θέση του ἔχουν καταλάβει παράσιτα, τὰ ὁποία μολύνουν τὴν ἱερότητα τῆς ἑστίας, οἰκειοποιοῦνται τὴν κινητὴ καὶ ἀκίνητη περιουσία του, διεκδικοῦν τὴν ἴδια τὴ γυναῖκα του καὶ μιαίνουν ὅ,τι ἀγγίζουν.
Ὁ πολεμιστὴς ἐπιστρέφει ἀπὸ τὶς μάχες καὶ τὶς περιπλανήσεις του καὶ θέλει νὰ ὁρίσει ξανὰ τὰ τοῦ οἴκου του. Το ἔλεος γιὰ τοὺς κάπηλους, τοὺς βέβηλους, τοὺς «μνηστῆρες» εἶναι ἀνύπαρκτο. Ἡ μνηστηροφονία εἶναι απαιραίτητη προϋπόθεση τῆς ἐπανεκκίνησης τοῦ βίου σὲ ρυθμὸ κανονικό, μὲ ἁρμονία καὶ τάξη.
Ὁ πρῶτος μνηστῆρας ποῦ πέφτει νεκρὸς ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ὀδυσσέα εἶναι ὁ Ἀντίνοος. Στοὺς στίχους 15-20 τῆς Ραψωδίας Χ, διαβάζουμε: «Σημάδι βάζει τὸν λαιμὸ καὶ τὸν χτυπᾶ μὲ βέλος / κι ἀπὸ τὸν ἁπαλὸ λαιμὸ ἀντικρὺ περνάει ἡ ἀκύ./ Γέρνει ἀπ’ τὴν ἄλλη, κι ἔπεσε τὸ κύπελλο ἀπ’ τὸ χέρι / τοῦ χτυπημένου, κι ἔτρεξ’ εὐθὺς αἷμα παχὺ ἀπ’ τὴν ρίνα/ ἀνθρώπινο. Κι εὐθὺς μακριὰ τοῦ ὤθησε τὸ τραπέζι / μὲ μία κλωτσιὰ καὶ χύθηκαν τὰ φαγητὰ στὴν γῆ».
Ἡ ὁμηρικὴ περιγραφὴ εἶναι τόσο ζωντανή, γεμάτη μὲ εἰκόνες καὶ ἤχους ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ζωή, ὥστε θυμίζει