Παρασκευή, Οκτωβρίου 25, 2013

13 Τριανταφυλλιές της Δαμασκού


Ξύπνησα, λήθαργος, σάρκες διάπυρες από ασίγαστη αρρώστειας πλημμυρίδα
Φως, μισοσκόταδο, ζώα κινούν για πέρα, μετά αντίκρισα μιας κόλασης πανίδα
Λιποθύμησα, ξανά, μετά σηκώθηκα, να συνέλθω προσπάθησα, λέτε να σώθηκα;
Τα σωθικά μασάει η δίψα, στέγνωνα, ιδρώτα άπλωνα, βρώμικα χνώτα
Τέρατα, χίμαιρες, κένταυροι, σκλήριζαν κι άπλωναν ιώδη φώτα, σαν πρώτα
Αίμα παντού και κερασφόρες όψεις δάγκωναν χώρο για να ‘ρθουνε σιμά μου
Ήχου φριχτού τη μελωδία όργανο παίζει, τον χρόνο κόβει με λόγια. Είν’ δικά μου;
Κιόλας στο τίποτα; Τόσο γρήγορα τα ράκη αφανίζονται, πρώτα ολάκερα έπειτα μισά;
Ποτά θανάσιμα, υγρά ενέσιμα, εντός ποντίζονται κι ο Διάβολος γελάει και λυσσά;

Παραίσθηση είναι, ξαστόχημα της κρίσης, πυρετός, μια γρίπη, θα περάσει
Κι εγώ ποιος είμαι, νερό της βρύσης, οχετός, με πύον, μια θλίψη, μ’ έχει φτάσει
Το λυκαυγές της λογικής παρήλθε, απομεσήμερο, κόκαλα τρίζουν και πονούν
Μεσάνυχτα κιόλας, θεριό ανήμερο, βρυχάται και τ’ ακούω, γόνατα λυγούν
Φοβήθηκα λίγο που ένιωσα θνητός, βρωτός, εφήμερος, όνειρο μιας σκιάς
Αδιαφόρησα, στητός εβάδισα, μικρός και ήμερος, τ’ αδράχτι της γιαγιάς
Υφαίνει ακόμα, ξόρκια σκορπά, κρυφογελάει, μουρμουρίζει και με κοιτά
Με σκιάζει η όψη της, η λεγεώνα μέσα της, βγαίνει, με χτυπά
Παραίτηση πάλι; Όχι ακόμα! Λίγη προσπάθεια, θα ανανήψω
Τα ανομήματα να νίψω, να ξεπλύνω, το δράμα μου θα λήξω

Τι ώρα πήγε κι ακόμα γράφω, σελίδες άδειες, μισογεμάτες, ασύντακτες λέξεις
Ορέξεις και έξεις, ανοίγουν κλείνουν, και σκέφτομαι πόσο να θες να με παίξεις;
Όχι μ’ εμένα! Αν είμαι κι εγώ; Αμαρτωλός; Απ’ τους καλούς! Ύπατη θέση,
αξίωμα θα ‘χω στον Άδη. Εγωιστής; Μοναδικός! Δεσμός που σε κρίνει,
γόρδιος, άλυτος, βρόγχος και σφετεριστής ζωής, απύλωτο στόμα καταπίνει
μέχρι τη μέση, από κείθε και πάνω ποιος νοιάζεται, ποιος παίρνει και ποιος δίνει
λόγια και έργα. Μικρές υποσχέσεις και κλάματα και γέλια. Υπόσχεση που φθίνει.
Ο Παράδεισος. Ποτέ δεν ήταν, δεν θα ‘μουν για εκεί. Κάθε μου πράξη μια φυλακή.
Κλείνομαι μέσα της μα δεν γλιτώνω. Τρέμουλο άφθονο, τρόμος καλπάζει, πλησιάζει
Μακρύ χαμόγελο μέσα στο μαύρο, όλο απλώνει, μάγισσα μόνη η νύχτα, και εφιάλτης
Άλτης δεινός, πηδάει φράγματα, ποτίζει τοίχους, της συμφοράς ο φάλτσος ψάλτης.

Στάζουν οι τοίχοι και ταξιδεύουν, ανοίξανε πανιά και φαίνονται άστρα
Δωμάτιο κενό, και άλλοτε γεμάτο, διαμερίσματα σαν αλωμένα κάστρα
Εισβάλλουν γκαργκόιλ, γκόλεμ, δεκατρείς τριανταφυλλές της Δαμασκού ανθίζουν
Ρόδα μυρίζουν και δόντια σάπια, καταπακτές με πτώματα που κρύβουν μυστικά
Χρησμοί, μισόλογα, στατήρες φλογίζουν, μάντιδα δάφνη και μάγια αλχημικά
Πιο πέρα τρέχει ένας δρυίδης, βαστάει ξιφίδιο, λέει επωδούς, κοιτάζει σημειώσεις
Καλπάζει μονόκερος, κι ο Μέρλιν θαμπός, ξεθώριασε λίγο σαν ήρθε ο Χριστός
Κόσμος που γέρασε και μας προσπέρασε, εξαφανίστηκε, γίνεται πάλι, πιστός.
Το παραπέτασμα ανοίγεται σαν το μπουμπούκι. Έδαφος σείεται, αρχαίο μίσος.
Δεν έχει ίσως, δεν έχει αλλά, δεν έχει πια τίποτε άλλο να χάσει. Εφάνη η νήσος.
Ήταν στα νιάτα του ο καιρός όταν βυθίστηκε. Ξανασηκώνεται με μια κατάρα.
Μην ψάχνετε άλλο, σας βρήκε μόνη της. Κάπου ακούγεται ξεκούρδιστη κιθάρα.

Ροδόχρους όφις, ψηλός Ναΐτης, φύλακας μάγος, πολεμιστής. Αστυνόμος και ληστής.
Ιεροφάντης και χρησμοδότης. Καλύφθηκε έξυπνα, ζούσε υπόγεια, δήλωνε υλιστής.
Κρυώνω πολύ και έχω παραισθήσεις. Σε πάπυρους τρίγλωσσους απλώνεται μολύβι
Κι ατσάλι και μέλλον και παρελθόν με λύσεις. Σπόγγος με αίμα, κάποιος τον στίβει.
Η κλίμακα ψηλή, φιδογυρίζει, άλφα ωμέγα. Μέγα το λάθος να πεις, να μιλήσεις
Πριν σου ζητήσουν μικρό και μέγα, να παραδώσεις, ζωή να δώσεις, κάτω να φτύσεις
Την ύλη να θέσεις εκεί που της πρέπει. Εκεί που αξίζει. Σαν σκάκι ο βίος, πιόνι εσύ
Βάδισε μπρος και έπειτα λοξά. Λοξία τον λένε με λόγια σωστά. Βασίλισσα μισή
Αξιωματικός εικός εστί. Τις βέβηλος κρούει την θύρα; Την πόρτα χτυπάει η Μοίρα.
Στο σπήλαιο είμαι το πλατωνικό. Είδωλα δείχνουν δεν θα τα δω. Φωτιές από πίσω.
Μπροστά μου ο τοίχος. Θα αποδράσω. Θα βγω απ’ έξω. Θα επιστρέφω να Δύσω.
Ακούραστος ο πυρετός δεν με αφήνει να ζήσω, όπως το θέλω. Μιλάω πάλι για πλάνη.
Δεν με ακούνε και δεν προλαβαίνω. Στίχος δέκατος τρίτος. Γι’ απόψε φτάνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: