Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2017

Ἡ συνταγή τῆς εὐτυχίας


Μία ἀπό τίς ἀρχαιοελληνικές συνταγές τῆς εὐτυχίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά σκέφτεται, νά λέει καί νά πράττει τό ἴδιο πράγμα. Νά μήν ἀπέχει ὁ νοῦς ἀπό τόν λόγο καί τήν πράξη. Ἡ εὐθυγράμμιση αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων εἶναι ὁλοκλήρωση, ἐξομοίωση μέ τό θεῖο.

«Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ κανόνες τοῦ νόμου διαφέρουν εἶναι ὅτι προσαρμόζονται στίς διαφορές τῶν νοοτροπιῶν, τῶν πεποιθήσεων καί τῶν συνηθειῶν τῶν ἀνθρώπων• ἔτσι, ὁ νόμος τῶν Ἀθηναίων ἦταν νά θυσιάζουν χοίρους καί νά κάνουν προσφορές νερωμένου κρασιοῦ, ἐνῶ οἱ Αἰγύπτιοι ἀρνοῦνταν νά θυσιάζουν χοίρους. Αὐτές εἶναι ἀρχές πού κατάγονται ἀπό τόν Ἑρμῆ, ὁ ὁποῖος παρήγγειλε στούς ἀνθρώπους νά μένουν πιστοί στούς νόμους τῶν πατέρων καί τῶν προγόνων τους καί νά ἀποφεύγουν ξένες πρακτικές. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν προδιάθεση κάθε ἔθνους τῶν ἀνθρώπων καί τούς πατροπαράδοτους κανόνες τους, οἱ πρακτικές πού καθιερώθηκαν ἀπό τούς σοφούς ὅσον ἀφορᾶ τίς θυσίες, τίς ἑορτές καί τά θυμιάματα ποικίλλουν, καί ἀνάγουν τίς ἀρχές αὐτές στούς θεούς. Γι’ αὐτό, ἄν κάποιο ἔθνος παραβιάσει τά ἔθιμά του ἀφανίζεται».

Πρόκλου «Ἅπαντα 37 - Ὑπόμνημα εἰς τά Χρυσά ἔπη Πυθαγόρου», ἐκδόσεις Κάκτος: Ἀθήνα 2008, σ. 155

Αὐτό τό ἀπόσπασμα ἐκ πρώτης ὄψεως φαντάζει ἀντιφατικό. Αφενός, ὁ θεῖος νόμος ἐφαρμόζεται διαφορετικά στά ποικίλα ἔθνη, ἀνάλογα μέ τίς νοοτροπίες, τίς πεποιθήσεις καί τίς συνήθειές τους. Αφετέρου, φαντάζει ἀπόλυτος. Ὅποιος λαός παραβιάσει τά δικά του ἔθιμα ἀφανίζεται. Ἀκριβῶς σέ τοῦτες τίς φράσεις τοῦ Πρόκλου (412-485 μ.Χ.), τοῦ σπουδαίου φιλοσόφου, πού ἔριξε τήν αὐλαία τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἰχνογραφώντας τό εκθαμβωτικό νεοπλατωνικό σύμπαν, βρίσκεται ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα κλειδιά τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Αὐτή ἡ κλείς ἀνοίγει διάπλατα τίς πύλες γιά νά
ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος ὁλόκληρος σέ ὅ,τι σήμερα ἀποκαλοῦμε εὐτυχία καί οἱ προγονοί μας κατηγοριοποιούσαν ὡς εὐτυχία, εὐδαιμονία ἀλλά καί ὄλβο.

Συνοπτικά, μία ἀπό τίς ἀρχαιοελληνικές συνταγές τῆς εὐτυχίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά σκέφτεται, νά λέει καί νά πράττει τό ἴδιο πράγμα. Νά μήν ἀπέχει ὁ νοῦς ἀπό τόν λόγο καί τήν πράξη. Ἡ εὐθυγράμμιση αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων εἶναι ὁλοκλήρωση, ἐξομοίωση μέ τό θεῖο. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ ἄποψη τοῦ Πρόκλου ὅτι ὅποιο ἔθνος ἀπομακρύνεται ἀπό τά ἔθιμα, δηλαδή ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀποτύπωση τῆς μιμήσεως τῆς θείας τάξης, χάνεται, καταστρέφεται.

Τό σκεπτικό στηρίζεται στόν ολιστικό τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἀντιμετώπιζαν, ἑρμήνευαν, ταξινομοῦσαν καί ἀνέλυαν τό σύμπαν οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι. Στις ἡμέρες μας δέν εἶναι εὔκολο νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι οἱ μύθοι, οἱ θρύλοι, οἱ παραδόσεις, οἱ ἱεροπραξίες καί τά τυπικά πού ἀφοροῦσαν τούς θεούς ἀντηχοῦσαν σέ τρεῖς κόσμους: στόν οὐράνιο, ἐκεῖ ὅπου ναίουν οἱ θεοί, στόν δικό μας κόσμο, αὐτόν πού δομοῦν οἱ πολιτεῖες, οἱ κοινωνίες, οἱ λαοί, καί στόν ἔσω κόσμο, στήν ἀνθρώπινη ψυχή.

Κατ’ ἐπέκταση, ὅλα τά πεπραγμένα ἐκτείνουν τήν ἐπίδραση τούς σ’ αὐτούς τούς κόσμους, στίς ἐπάλληλες σφαῖρες τῆς ὕπαρξης. Οἱ πράξεις μας, τά λόγια μας, οἱ σκέψεις μας ταξιδεύουν στόν χῶρο καί τόν χρόνο. Δέν χάνονται, ἀλλά συμμετέχουν αενάως στό ἀτελεύτητο γαϊτανάκι τῆς διαρκοῦς μεταβολῆς. Ὁποτεδήποτε διακόπτεται ἡ συνέχεια καί ρηγματώνεται ἡ σχέση μας μέ τό θεῖο, ἔρχεται ἀναπόφευκτα ἡ ἀπώλεια, ὁ ὄλεθρος.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δέν δημιουργοῦσαν οὔτε θεοκρατικές πόλεις ἀνατολικοῦ τύπου οὔτε εκκοσμικευμένα ἀθροίσματα μοναχικῶν ἀνθρώπων, πού εἶναι ἕρμαια τῶν δυνάμεων πού κρατοῦν τά κλειδιά τοῦ κράτους. Οἱ προγονοί μας ένιωθαν ὅτι οἱ θεοί κατοικοῦσαν στίς πόλεις, εἶχαν ἐνεργό ρόλο στόν δημόσιο βίο καί προστάτευαν τά σύνολα πού ζοῦσαν ἐνάρετα καί εὐσεβῶς.

Στον «Οἰδίποδα Τύραννο» τοῦ Σοφοκλέους, τήν ὥρα πού κορυφώνεται ἡ ἀγωνία καί ὅλοι περιμένουν νά ἔρθει καί νά μιλήσει ὁ βοσκός πού γνωρίζει ποιός σκότωσε τόν Λάιο καί ποιός ἐπιτέλους ἀποτελεῖ μίασμα γιά τήν πόλη (ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς τῆς, ὁ Οιδίπὁυς) ὁ Χορός (στ.825-881) ἀποφαίνεται «Ὕβρις φυτεύει τύραννον», δηλαδή «ἡ ἀσέβεια τύραννο γεννᾶ», καί συνεχίζει παραθέτοντας τά δεινά πού ἔρχονται ὅποτε φουσκώνει τό ποτάμι τῆς ὕβρεως: «Ἡ ἀσέβεια, ὅταν μέ πολλά παραφουσκώσει, πού ἄπρεπα εἶναι κι ἐπιζήμια, καί σέ πανύψηλη κορφή ἀνέβη, γκρεμίζεται σέ ἄβυσσο φριχτή, πού ἡ μοίρα ἀνοίγει, ἀπ’ ὅπου τ’ ἄχρηστο τό πόδι δέν μπορεῖ νά βγάλη. Ὅμως τό θεό παρακαλῶ ποτέ μή σταματήση τόν ἀγώνά γιά τήν πόλι, τόν σωτήριο. Ποτέ μοῦ δέν θά πάψω νά ἔχω προστάτη τό θεό»(εκδόσεις Πάπυρος: Ἀθήνα 1975, σ.55). Ὅποια κοινωνία βαδίζει δίχως τή θεία αἰγίδα πρός τόν γκρεμό βαδίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: