Κυριακή, Μαΐου 26, 2013

Οι «Μαθητές της Μαύρης Τάξης»



Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς σε μια μεγάλη χώρα, σ’ έναν τόπο που δεν σκοτείνιαζε ποτέ. Οι κάτοικοί της δεν ήξεραν τι είναι το σκοτάδι. Ούτε μπορούσαν να το φανταστούν. Δεν ένιωθαν ανάγκη για ύπνο. Αραιά και που ξεκούραζαν τα σώματά τους για να συνεχίσουν σε λίγο ό,τι έκαναν. Ο ένας έχτιζε, ο άλλος τραγουδούσε, εκείνος καλλιεργούσε, αυτός έτρεφε ζώα, τούτος τα έσφαζε και πουλούσε το κρέας τους, άλλες ύφαιναν και λίγοι, πολλοί λίγοι, οι ιερείς της «Μαύρης Τάξης», έλεγαν προσευχές κι έκαναν πράξεις για να κρατήσει για πάντα η Αιώνια Ανατολή. Αυτό το θείο δώρο, που σύμφωνα με τις ιερές γραφές του ξεχασμένου βασιλείου, είχε προσφερθεί από τη Μεγάλη Δύναμη πριν από την εποχή του μεγάλου ψύχους, το οποίο πέρασε μόνο μια φορά από τον ευλογημένο τόπο. Ύστερα δεν φαινόταν να επιστρέφει.
Οι ιερείς, όπως είπαμε προηγουμένως, ήταν λίγοι. Ελάχιστοι. Κάθε γενιά που περνούσε άφηνε ακόμα λιγότερους στις επόμενες. Η σταδιακή μείωση του αριθμού της «Μαύρης Τάξης» οφειλόταν στην ολοένα και μεγαλύτερη περιφρόνηση (ή αδιαφορία ήταν;) του κόσμου για το έργο της. Τώρα η κοινότητα των κατοίκων δεν νοιαζόταν τόσο για τους ιερείς. Στα γεννητούρια του βασιλείου όλοι τους σέβονταν – και αυτό που έκαναν ακόμα περισσότερο.
«Κρατούν με τις προσευχές τους όρθιο τον ουρανό και μαγνητίζουν τον ήλιο. Δεν τον αφήνουν να φύγει. Κρατούν μακριά την εποχή του μεγάλου ψύχους», έλεγαν οι αμέριμνοι υπήκοοι του βασιλείου.
Οι ιερείς ήταν απόμακροι. Κλειστοί. Μιλούσαν ελάχιστα μεταξύ τους και καθόλου με τους πολλούς. Είχαν την πεποίθηση ότι οι πολλές συνάφειες, οι συναναστροφές, οι εξηγήσεις και οι απαντήσεις στα ερωτήματα τούς μόλυναν. Έπρεπε να κρατηθούν αγνοί για να μην ξεφύγει ο ήλιος από την τροχιά του. Έτσι τουλάχιστον είχε πει κάποτε ο βασιλιάς σε μια από τις ακροάσεις, όπου οι προύχοντες, οι φτωχοί, οι αγρότες και οι έμποροι ζητούσαν την ευμένεια, την συγχώρεση ή την μεσολάβησή του. Αναπάντεχα, ένας ρώτησε γιατί οι ιερείς δεν καταδέχονταν τον κόσμο. «Δεν σας καταδέχονται γιατί προτιμούν να σας γλιτώνουν από τον κακό σας εαυτό. Αν αναμειχτούν μ’ εσάς θα γίνουν σαν ελόγου σας και θα τραβήξουν πάνω τους και πάνω σας όλες τις συμφορές σας».
Οι «Μαθητές της Μαύρης Τάξης» περνούσαν μέσα από την βουή του κόσμου σαν τον άνεμο που παραβιάζει τις σίτες, τα παράπετα, τις χαραγματιές των τοίχων. Κι εκείνοι έμεναν ακέραιοι στη σιωπή τους. Δεν δίδασκαν κάτι. Ό,τι ήθελαν να πουν το μετέδιδαν με τον τρόπο της ζωής τους. Λιτός, στρατιωτικός, απόλυτος στην τάξη και τον ρυθμό. Έκαναν τα ίδια και τα ίδια με μια πρωτόφαντη προσήλωση, που δεν μπορούσε κάποιος να αντιγράψει παρεκτός αν γινόταν ένας απ’ αυτούς. Δεν ήταν δύσκολο στην αρχή. Αρκούσε να ντυθεί έτσι. Οι φορεσιές τους ήταν μαύρες εκτός από ελάχιστες φορές μέσα στη χρονιά, που προτιμούσαν τα λευκά. Ύστερα ερχόταν το δύσκολο. Η πιστή επανάληψη των συνηθειών, η αδιάκοπη προσευχή, οι λησμονημένες ακατάληπτες λέξεις, η σκληρή άσκηση, η λιτότητα, η σκληρότητα, το απρόσιτο, το βλέμμα που κοιτούσε στο άπειρο (ή το «πουθενά», όπως έλεγαν στα ύστερα τα χρόνια οι πολλοί). Πάνω απ’ όλα εντυπωσίαζε αυτός ο παράξενος, σχεδόν μαγικός τρόπος να συνεννοούνται δίχως να μιλούν. Με το που γινόταν κάτι ήξεραν τι θα κάνουν. Λες και το είχαν χορογραφήσει από τα πριν. Με τα μάτια μιλούσαν. Η γλώσσα των ματιών διαβάτη του χρόνου, που έπεσες πάνω σ’ αυτό το άχρονο χρονικό ενός μυστικού κόσμου, είναι η δυνατότερη απ’ όλες. «Η ψυχή φωνάζει με το βλέμμα», έγραφε μια πινακίδα στην μονή των «Μαθητών της Μαύρης Τάξης». Πρόλαβε και την είδε ένας χωρικός που προσπάθησε να μυηθεί κι απέτυχε. Ύστερα την είπε σε όλους. Και σ’ ένα γύρισμα των καιρών βρέθηκε σφαγμένος στο κατόφλι του σπιτιού του.
Ξέχασα να σας πω ότι παρόλο που ποτέ δεν νύχτωνε σ’ εκείνη τη γωνιά της πλάσης, ξέρανε να μετρούν τον χρόνο. Με μέτρα άλλα, που δεν είναι ώρα να σας πω – εκτός από ένα. Η γωνιά του ήλιου άλλαζε κατά τι ως προς τον λόφο που στεκόταν το περήφανο παλάτι του πρώτου και τελευταίου βασιλιά της αβασίλευτης χώρας, της πατρίδας του ήλιου που δεν βασίλευε ποτέ. 

Τι λέτε; Αξίζει να συνεχίσει ο μύθος;

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Εννοείται είσαι φοβερος