Κυριακή, Ιουνίου 22, 2014

Ο Ψαραντώνης και οι αληθινοί εμείς


«Στου Ψηλορείτη τη κορφή το χιόνι δεν τελειώνει / ώστε να λιώσει το παλιό καινούριο το πλακώνει. Ο Δίας ήντονε βοσκός στ’ Ανωγειανό αόρι / ήντονε και το σπίτι του μέσα στο Περαχώρι».
Ψαραντώνης, «Ο Δίας», από το LP «Ιδαίον Άντρον», Lyra, 1999

Το περιεχόμενο, τα μηνύματα, οι προεκτάσεις και η ισχύς του μουσικού καλλιτέχνη και όσων δημιουργεί και ερμηνεύει δεν μπορούν να προσεγγιστούν μέσα από κάποιο κείμενο – όσο αρμονικά και περίτεχνα κι αν έχει γραφτεί. Μπορείς να περιγράψεις σχεδόν τα πάντα με λέξεις, αλλά όχι τη μουσική. Εκεί (ευτυχώς) προηγείται η εμπειρία. Η τιτανική δύναμη της μελωδίας και του ρυθμού συνδυασμένες με την εμπλουτισμένη και ουράνια στιχοπλοκή γίνεται αντιληπτή μόνο από την ακοή, το βίωμα της ζωντανής εκτέλεσης κάθε τραγουδιού. Σ' αυτή την περίπτωση οποιοσδήποτε σχολιασμός, θετικός ή αρνητικός, ηχεί και φαίνεται κάτι λιγότερο από το τίποτα.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την ακουστική μεταφορά της παράδοσης, τα παραπάνω ισχύουν στο πολλαπλάσιο. Ο Ψαραντώνης συνιστά μια...
από τις επιτομές της εθνικής και λαϊκής παράδοσης που σαρκώνεται σε τραγούδι και λειτουργεί σαν κιβωτός ελληνικών αρχετύπων. Η μορφή του, η φωνή του, η θεματολογία του λειτουργούν σαν χρονομηχανή. Ακόμα και ο πιο ισοπεδωμένος, «πολυπολιτισμένος» (κοντολογίς απολίτιστος), ανέμπνευστος και δύστροπος θεατής που θα τύχει να βρεθεί σε μια συναυλία του Κρητικού καλλιτέχνη θα μετατραπεί -μόλις δεχτεί το πρώτο κύμα ηχοβολισμού- σε Κουρήτη που κάνει οχλοβοή χτυπώντας το ξίφος στην ασπίδα του, θέλοντας να προφυλάξει τον νεογέννητο κλαίοντα Δία από τον Κρόνο. Αυτό, φυσικά, πάλι δεν προσεγγίζεται θεωρητικά αλλά πρακτικά. Όποιος αμφιβάλλει δεν έχει παρά να δοκιμάσει να παρακολουθήσει συναυλία ή ζωντανή εμφάνιση του Ψαραντώνη για να αντιληφθεί πόσο εύκολα και αστραπιαία αποσυντίθεται ο μανδύας της νεωτερικότητας και ο εξωτερικός, επίπλαστος φλοιός της «κουλτούρας» δίνει τη θέση του στον πηγαίο πολιτισμό. Εκεί που σάρκα και το πνεύμα είναι ένα και η προσωπικότητα αδιαίρετη από τα χώματα που πάτησε και τον ήλιο που πρωταντίκρισε.

Αυτογνωσία

Τούτο το πυρηνικό όπλο, που μπορεί εν καιρώ ειρήνης να νικήσει σε πολλά μέτωπα όπου κρίνεται το στοίχημα της εθνικής αυτογνωσίας και «επανεκκίνησης», σκόπιμα αφήνεται να σκουριάζει σε αποθήκες ευκαιριακών «επετειακών» συνάξεων, σε εκδηλώσεις μνήμης περασμένων μεγαλείων και σε τηλεοπτικές χωματερές όπου η παραδοσιακή μουσική παρουσιάζεται ως αστείο φολκλόρ. Όταν η έκφραση της συλλογικής ψυχής αποκόπτεται από τον τόπο της, από το σημείο της αυθεντικής εκδήλωσής της, τότε δημιουργείται απλά και μόνο παρωδία. Μια κατάσταση ανώδυνη για τους εκάστοτε γεννήτορες των μαζικών δεινών. Η έμμεση διακωμώδηση και η παρουσίαση των δημιουργών της γνήσιας παραδοσιακής μουσικής ως «ανεκτός αναχρονισμός» είναι μια πάγια τακτική που ακολουθούν όσοι κερδοσκοπούν μέσω της αποδόμησης.
Ο φυσικός χώρος της προγονικής μουσικής είναι οι γειτονιές των ανθρώπων, τα σχολεία, οι πλατείες των χωριών, τα κοιμητήρια, οι αγροί. Εκεί φέρει αποτέλεσμα η διδαχή της και η μύηση στους ρυθμούς και τις μελωδίες που συνοδεύουν το έθνος μας στην πολυχιλιετή ιστορία του. Η γέννηση, ο θάνατος, ο έρωτας και ο πόλεμος, τα γυρίσματα της μοίρας και το πεπρωμένο, ως απτές πραγματικότητες αλλά και φιλοσοφικές ανησυχίες προσφέρονται στους ακροατές σε συμπυκνωμένη και καθαρή μορφή μέσα από την ελληνική μουσική.
Η απόστασή μας από την κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας είναι αντίστοιχη με εκείνην που μας χωρίζει από την αυθεντική ελληνικότητα. Δεν είναι εύκολο να την καλύψουμε αλλά δεν είναι και αδύνατο. Κάποτε, τον δρόμο αυτό θα τον διανύσουμε είτε το θέλουμε είτε όχι, διότι η άλλη οδός καταλήγει στην λήθη, την απώλεια. Στην άλλη οδό το τέρμα είναι η διαγραφή των Ελλήνων από την ζώσα καθημερινότητα και η δυνατότητα εύρεσής της λέξης μόνο σε σκονισμένους τόμους εγκυκλοπαιδειών. Ένας από τους τρόπους να καλυφθεί γρήγορα το χάσμα που χωρίζει το πως μας θέλουν οι άλλοι με το πως είμαστε στ' αλήθεια περιγράφεται πάλι σε τραγούδι του Ψαραντώνη. Στο «Φαράγγι», λέει ο πολυτρισέγγονος του Δία: «Η μια μεριά του φαραγγιού δε σμίγει με την άλλη / και λαχταρούνε το σεισμό ν’ αγκαλιαστούνε πάλι. / Στο πέταμα του γερακιού τ’ άλλα πουλιά ζηλένε / γιατί πετούνε χαμηλά / αν θένε κι αν δε θένε».
Μπορεί μ' έναν σεισμό, ν' αγκαλιαστούν ξανά οι μεριές του φαραγγιού...

Δεν υπάρχουν σχόλια: