Ὅταν ἕνας λαὸς ἀδυνατεῖ νὰ ἀκούσει τὸν Αἰσχύλο, τὸν Σοφοκλῆ καὶ τὸν Εὐριπίδη στὴ γλῶσσα ποὺ τοὺς γέννησε, μὲ τὰ ἐνδύματα, τὶς κινήσεις καὶ τὶς μουσικὲς ποὺ τοὺς συνόδευαν, τότε αὐτὸς ὁ λαὸς χάνει τὴν ἰδιότητα τοῦ κληρονόμου καὶ διαδόχου τοῦ πολιτισμοῦ του καὶ καταντᾶ τουρίστας, μετανάστης στὸν τόπο του. Ἐδῶ καὶ δεκαετίες, ἡ Ἐπίδαυρος, αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ἁρμονίας, ἀνάμεσα σὲ φύση καὶ λόγο, ἔχει μετατραπεὶ σὲ πάλκο ὅπου κάθε σκηνοθέτης ποὺ βασανίζεται ἀπὸ τὸ σύνδρομο τοῦ ἐπαρχιώτη μεγαλοφυοῦς ἔρχεται νὰ «ἀνανεώσει» τὸ ἀρχαῖο δρᾶμα, νὰ τὸ «κάνει δικὸ του», νὰ τὸ «φέρει στὸ σήμερα». Το «σήμερα», φυσικά, εἶναι πάντα ἡ δικὴ τοῦ ναρκισσιστικὴ εἰκόνα καὶ οἱ ψυχολογικὲς ματαιώσεις του.
Στὸ Μπάιρόιτ, στὴν ὄπερα τοῦ Μιλάνου, τῆς Βιέννης ἤ σὲ ἄλλους κορυφαίους συναυλιακοὺς – θεατρικοὺς χώρους κανεὶς δὲν τολμᾶ νὰ παρουσιάσει τὸν Βάγκνερ στὰ τουρκικά, τὸν Βέρντι στὰ σουαχίλι ἤ τὸν Μότσαρτ μὲ ραπ ὑποτίτλους καὶ γυμνοὺς χορευτὲς νὰ ἐπιδίδονται σὲ break-dance. Ἡ αὐθεντικὴ γλῶσσα θεωρεῖται ἱερή, ἡ μουσικὴ παρτιτούρα ἀπαραβίαστη καὶ ὑπάρχει σεβασμὸς στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τοῦ ἔργου. Ὑπάρχουν ὑπέρτιτλοι γιὰ νὰ καταλαβαίνει τὸ κοινό, ἀλλὰ ἡ γλῶσσα τοῦ συνθέτη μένει ἀκέραιη, γιατὶ γνωρίζουμε ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ έργου. Γιατὶ λοιπὸν στὴν Ἑλλάδα θεωρεῖται σχεδὸν βλασφημία νὰ ζητήσουμε νὰ ἀκούσουμε τὸν «Προμηθέα Δεσμώτη» στὰ ἀρχαία ἑλληνικά, μὲ χιτῶνες, μάσκες, κοθόρνους, χορὸ ποὺ κινεῖται μὲ γεωμετρική, κυκλικὴ τάξη καὶ αὐλὸ ποὺ συνοδεύει τὸν λόγο ὅπως ἀκριβῶς τὸν συνόδευε τὸ 430 π.Χ.; Ἡ ἀπάντηση δὲν θὰ μᾶς ἀρέσει: Ἐπειδή, κατὰ βάθος, δὲν πιστεύουμε πλέον ὅτι εἴμαστε ἄξιοι αὐτῆς τῆς κληρονομιᾶς.
Ὁ νεοελληνέζος «διανοούμενος», καὶ ἰδίως ὁ σκηνοθέτης, ὑποφέρει ἀπὸ ἕνα βαθὺ σύμπλεγμα κατωτερότητας ἀπέναντι στὸν ἀρχαῖο προγονὸ του. Κι ὁ συμπλεγματικὸς ξένος σκηνοθέτης καταστρέφει μὲ γελοῖες νεωτερικότητες αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν θὰ φτάσει. Ἀντὶ νὰ σταθεῖ ταπεινὰ μπροστὰ στὸ κείμενο σὰν ἱερέας μπροστὰ στὸ μυστήριο, ἐπιχειρεῖ νὰ τὸ «ξεπεράσει», νὰ τὸ «ἀποδομήσει», νὰ τὸ «κάνει ἐπίκαιρο». Φοράει στὸν Ὀρέστη τζὶν καὶ ἀθλητικά, βάζει τὴν Ἀντιγόνη νὰ...
...μιλάει μὲ ἀργκὼ τῶν Ἐξαρχείων, μετατρέπει τὸν χορὸ σὲ χορωδία μὲ μικρόφωνα καὶ λέιζερ. Κι ὅλο αὐτὸ στὴν Ἐπίδαυρο, στὸ πιὸ ἱερὸ θέατρο τοῦ κόσμου, ἐκεῖ ὅπου ἡ ἀκουστικὴ εἶναι τόσο ἀψεγάδιαστη ὥστε μεταφέρει τὸν ἦχο μέχρι τὴν τελευταία κερκίδα χωρὶς μικρόφωνο.Τὸ τραγικότερο εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἱεροσυλία γίνεται μὲ κρατικὴ ἐπιδότηση καὶ μὲ τὴν ἀνοχή, ἂν ὄχι τὸν ἐνθουσιασμό, ἑνὸς κοινοῦ ποὺ ἔχει μάθει νὰ θεωρεῖ τὴν ἀσέβεια «πρωτοπορία». Το κοινὸ αὐτὸ χειροκροτεῖ τὸν σκηνοθέτη ποὺ «τόλμησε» νὰ βάλει τὸν Ἀγαμέμνονα νὰ καπνίζει ποῦρο ἤ τὴν Κλυταιμνήστρα νὰ φοράει λάτεξ, γιατὶ ἔτσι νιώθει ὅτι συμμετέχει κι αὐτὸ σὲ κάτι «σύγχρονο», «εὐρωπαϊκό», «ἀπελευθερωμένο» ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ παρελθόντος. Μὰ τὸ παρελθὸν αὐτὸ δὲν εἶναι βάρος. Εἶναι τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἔχει ἀπομείνει γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε ἕνα τυχαῖο, ψωραλέο, βαλκανικὸ κρατίδιο ποὺ πουλάει σουβλάκι καὶ airbnb.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία βαθύτερη παθογένεια. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἔχει ἐξοβελιστεῖ ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση, ἔχει γίνει γλῶσσα νεκρὴ γιὰ τοὺς πολλούς, γλῶσσα εἰδικῶν καὶ φιλολόγων. Οἱ Ἕλληνες μαθητὲς ἀποφοιτοῦν ἀπὸ τὸ λύκειο χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ διαβάσουν οὔτε μία στροφὴ ἀπὸ τὶς «Βάκχες» στὸ πρωτότυπο κείμενο. Οἱ βουλευτὲς ψήφισαν τὸν απεμπλουτισμὸ τῆς γλώσσας μας γιὰ νὰ δημιουργήσουν ἀρκετοὺς βλᾶκες νὰ τοὺς ψηφίζουν. Καὶ μετὰ ἀποροῦμε γιατὶ δὲν διεκδικοῦμε νὰ ἀκούσουμε τὶς τραγωδίες στὴ γλῶσσα τους. Ὅταν μία γλῶσσα παύει νὰ διδάσκεται ζωντανή, παύει νὰ εἶναι κτῆμα τοῦ λαοῦ της καὶ γίνεται λάφυρο εἰδικῶν ἤ, χειρότερα, παιχνίδι στὰ χέρια ὅσων θέλουν νὰ τὴν περάσουν ἀπὸ «φίλτρο μοντερνισμοῦ».
Ἡ λύση εἶναι ἁπλὴ: νὰ θεσπιστεῖ ὅτι περισσότερες ἀπὸ τὶς μισὲς παραστάσεις τραγωδίας κάθε καλοκαίρι σὲ Ἐπίδαυρο, Δωδώνη, Δίον, Φιλίππους, θὰ διδάσκονται μὲ ἄκαμπτα ἱστορικὰ κριτήρια ἀναβίωσης. Ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, παραδοσιακὲς μάσκες, χιτῶνες, κόθορνοι, ὅ,τι σώζεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν κίνηση τοῦ χοροῦ, αὐλὸς καὶ τύμπανα, χωρὶς μικρόφωνα, χωρὶς φωτορυθμικά, χωρὶς «σκηνοθετικὲς ματιές». Καὶ δίπλα, μεγάλες ὀθόνες μὲ ὑπερτίτλους σὲ νεοελληνικά, ἀγγλικά, γαλλικά, κινέζικα, ἀραβικά. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στὴν ὄπερα. Καὶ θὰ εἶναι αὐτὲς οἱ παραστάσεις sold-out κυρίως ἀπὸ τὸ διεθνὲς κοινὸ ποὺ θὰ ἔρχεται ἀποκλειστικὰ γι’ αὐτὸ: νὰ ἀκούσει τὸν Σοφοκλῆ ὅπως τὸν ἄκουγαν οἱ Ἀθηναῖοι τὸ 450 π.Χ. Οἱ ὑπόλοιπες παραστάσεις ἂς εἶναι στὰ νεοελληνικὰ (χωρίς προσβλητικοὺς γιὰ τὸν πολιτισμὸ μας νεωτερισμούς).
Ἄς συνεχιστοῦν ὅσο μποροῦν καὶ θέλουν οἱ πειραματικὲς προσεγγίσεις. Ἄς γίνονται στὰ Μέγαρα Μουσικῆς, στὰ Θέατρα Τέχνης, σὲ καφενεῖα, σὲ ἑκατοντάδες σύγχρονες σκηνές. Ἀλλὰ ἡ Ἐπίδαυρος καὶ τὰ μεγάλα ἀρχαία θέατρα δὲν εἶναι χῶροι γιὰ νὰ ξορκίζει ὁ καθένας τὰ ἀπωθημένα του. Εἶναι τόποι λατρείας. Καὶ ἡ τραγωδία δὲν εἶναι «ἔργο τέχνης» γιὰ νὰ τὸ «ἑρμηνεύουμε» ἀλλὰ ἱερουργία ἀπὸ τὴν ὁποία ἀκόμα περιμένουμε νὰ μᾶς σώσει.
Ὥσπου νὰ γίνει αὐτό, θὰ συνεχίσουμε νὰ εἴμαστε ἕνας λαὸς ποὺ πουλάει τὴν ψυχὴ του γιὰ ἕνα χειροκρότημα… εὐρωπαϊκό. Καὶ ἡ Ἐπίδαυρος θὰ συνεχίσει νὰ μολύνεται μὲ βαρβαρικὲς φωνὲς ἀσχημονούντων ποὺ νομίζουν ὅτι… ξαναγράφουν τὸν Αἰσχύλο, τὸν Σοφοκλῆ καὶ τὸν Εὐριπίδη ἐνῶ ἁπλῶς τοὺς θάβουν ζωντανούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου