Δευτέρα, Μαΐου 06, 2013

Αληθινή (προσωπική) πασχαλινή ιστορία



21 χρόνια έχουν περάσει από το Πάσχα του 1992, αλλά για να το θυμάμαι ακόμα κάτι παραπάνω από το τίποτα αξίζει το σκηνικό. Άρα, καλό θα είναι να περιγραφεί. Ίσως να αφορά και περισσότερους από έναν (εμένα).
Ανάσταση στο στρατόπεδο όπου εδρεύει το ΚΕΜΧ. Κέντρο Εκπαίδευσης Μηχανικού, στο μαγευτικό Ναύπλιο. Κάπου πιο πέρα βρίσκεται ένα εργοστάσιο παραγωγής πελτέ και κέτσαπ και ελαφρώς μακρύτερα ένας λόφος που ονομάζεται «Άρια» ή «Άρεια». Αν η μνήμη μου δεν με απατά, η απόσταση δεν είναι μεγαλύτερη των 3 ή 4 χιλιομέτρων. Συνήθως καλύπταμε τρέχοντας την απόσταση, υπό τις φρικώδεις «άριες» ή αρές (επισήμως διαταγές και παραγγέλματα) ενός ανθυπολοχαγού, ο οποίος καμάρωνε σε εμάς επειδή είχε αποφοιτήσει πρώτος από την Σχολή Ευελπίδων. Γενικώς τον είχαμε σε μεγάλη υπόληψη επειδή ήταν ακριβοδίκαιος, αυστηρός, εκτελούσε μαζί μας τις ασκήσεις και έδειχνε ορκισμένος πατριώτης. Εξέπεσε του μύθου του όταν τον πετύχαμε ένα απόγευμα, να φοράει πολιτικά και να πίνει πορτοκαλάδα σε καφετέρια του Ναυπλίου και να «καμακώνει» μία νεαρά. Της συστήθηκε ως φοιτητής! Οποία έκπληξις και ξενέρωμα για τους στρατιώτες που κρυφάκουγαν και διαπίστωσαν ότι ο αυστηρός απόγονος του Μιλτιάδου ντρεπόταν για το αξίωμά του.
Τέλος πάντων, η ζωή στο ΚΕΜΧ κυλούσε όπως σε όλα τα στρατόπεδα της χώρας (τουλάχιστον το 1992. Δεν έχω διαχρονική άποψη για τον χακί βίο). Η διαβίωση στον ΕΣ δεν διαφέρει πολύ από την αντίστοιχη στην «ελεύθερη» κοινωνία. Μόνο μια διαφορά έχει: όσα γίνονται εντός στρατοπέδου δεν έχουν το επίχρισμα της «ευγένειας», της κομψότητας, του δήθεν σεβασμού στην ισότητα, που έχει η καθημερινότητα στην πόλη.
Στο Κέντρο Εκπαίδευσης ή στην μονάδα, την αναξιοκρατία, το βύσμα, την αδικία και την περιφρόνηση στον αδύναμο στην τρίβουνε στα μούτρα. Χωρίς περιστροφές. Δεν επικαλούνται προσχήματα. Εκεί βλέπεις το όνομά σου να είναι σβησμένο με μπλάνκο από τους εξοδούχους και να είναι γραμμένο φαρδύ πλατύ στις σκοπιές ή στην αγγαρεία. Δικαιολογία; Καμία! Γιατί; Γιατί έτσι! Ο άλλος, αυτός που θα βγει εξοδούχος αντ’ εσού, είναι συγγενής του διοικητή, κολλητός βουλευτή, ανηψιός υπουργού, κουμπάρος του νομάρχη – κάτι θα βρει να είναι. Τι είσαι εσύ; Τίποτα! Χμμ, όχι ακριβώς τίποτα. Είσαι το 3ο ή 4ο νούμερο στην σκοπιά τάδε. Αυτό είσαι. Ένα εργαλείο που θα εξυπηρετεί την ισχύ του άλλου. Το εθνόσημο το φοράς και εσύ και οι άλλοι για να θυμάσαι πόσες δεκάδες χιλιάδες μικρές και μεγάλες προδοσίες γίνονται στο όνομα της Ελλάδας.
Μην ξεχνιόμαστε, ο λαός είναι το ντεκόρ. Το τοπίο είναι ο «ισχυρός». Όλα για εκείνον πρέπουν – εκτός από τα κοπιώδη, τα επικίνδυνα, τα βαρετά και τα δύσκολα. Ο «ισχυρός» (σ.σ.: σ’ αυτούς περιλαμβάνονται και οι γνωστοί των εχόντων εξουσία) έρχεται όταν τελειώνει το ζόρι για τις απαραίτητες παράτες, τα ταρατατζούμ και τη διανομή των λαφύρων. Αυτό το απέδειξε και η μικρή πασχαλινή περιπέτεια στο ΚΕΜΧ.
Τότε λοιπόν, το Μέγα Σάββατο, όσοι κληρωτοί είχαν δηλώσει πως την επομένη θα τους επισκέπτονταν συγγενείς τους, είχαν μία σπουδαία παροχή. «Λαμπρή» παροχή. Δεν θα είχαν υπηρεσία μετά την 10η νυχτερινή! Και την επομένη, την Κυριακή της Αναστάσεως θα έβγαιναν και βολτούλα στην πόλη με τους συγγενείς. Ορθό αυτό. Να μην δουν σαν λείψανο από την κούραση το σπλάχνο τους και σκιαχτούν.
Μια που υπήρχε μέγα ζόρι τις ημέρες της προετοιμασίας (μόνο τα φύλλα των δέντρων δεν γυαλίσαμε οι… μάχιμοι), υπήρξε η πρόνοια να θεσμοθετηθεί ένα (περίπου) 24ωρο λάσκο στα λουριά. Ωστόσο, έπρεπε να δηλώσεις ποιοι θα έρχονταν και πόσοι – μην τυχόν και πέσει έξω στις μερίδες το Κέντρο. Οι οικείοι των κληρωτών θα συνέτρωγαν με τα φαντάρια, γαρ. Κι αυτό σωστό. Τόσα φράγκα σκάνε στα εξοπλιστικά οι δύσμοιροι. Να κάνουν και καμιά απόσβεση. Έστω το Πάσχα.
Η αφεντομουτσουνάρα μου είχε δηλώσει άτομα δύο. Μήτηρ και αδελφή. Ο πατήρ δεν ήταν διαθέσιμος - ήδη από το 1988. Μόνο σε περίπτωση Αναστάσεως (και των κοινών θνητών) θα ήταν εφικτή η πρόσκλησή του.
Πασιχαρής, κατά τις 10.30 που είχε ολοκληρωθεί ο ημερήσιος κάματος, πήγα να ξαπλάρω. «Τι ωραία. Απόψε δεν έχει ντράβαλα», σκεφτόμουν ο ανίδεος.

Λιάαααααακος!

Πριν αλέκτωρ φωνήσαι δις έσκασε μύτη ανθυπολοχαγός με λίστα και άρχισε να φωνάζει επίθετα.
«Δεν με αφορά τίποτε απόψε», ξανασκέφτηκα.
Πάλι λάθος έκανα. Πάλι ντόρτια ήφερα.
«Λιάαααααακος!» άκουσα.
«Μπα, αποκλείεται να πρόκειται για… χώσιμο. Διευκρινήσεις για τα αυριανά θα θέλουν», υπέθεσα.
«Παρών!»
«Τι παρών; Ετοιμάσου!», διέταξε ο οργίλος ανθυπολοχαγός.
«Να ετοιμαστώ; Σε άσκηση θα πάμε;», ρώτησα.
«Πολλά λες. Ετοιμάσου! Σε 5’ λεπτά στα μαγειρεία!»
«Αγιακαράμπα! Μαγειρεία; Πώς το είπε αυτό; Τι εννοεί; Ποιος θα μαγειρέψει τέτοια ώρα;», έλεγε το βλέμμα (διασταύρωση χάνου και ροφού) που είχα φορέσει ειδικά για την περίσταση.
Έδειχνα κεραυνοβολημένος. Ένας συνάδελφος με είδε, χαμογέλασε πονηρά και ήλθε προς το μέρος μου.
«Εγώ», μου είπε καμαρωτά και έδειχνε με τους αντίχειρές του το στήθος του.
«Τι εσύ; Τι έκανες εσύ;»
«Εγώ έβαλα το όνομά σου στη λίστα».
«Ποια λίστα; Γιατί έβαλες το όνομά μου εκεί; Τι εννοείς;» άρχισα να του φωνάζω.
«Να ρε χαζέ. Σε δήλωσα εθελοντή ψήστη!»
«Ζζζζζμπόινγκ! Ψήστης; Εγώ; Από πού κι ως που; Μόνο τοστ ξέρω να ψήνω. Τι θα ψήσουμε;»
«Τα αρνιά ρε κορόιδο. Ζητούσαν εθελοντές ψήστες για τα αυριανά αρνιά και σε δήλωσα».
«Εθελοντής; Εγώ; Και με δήλωσες εσύ; Μιλάς σοβαρά;»
«Ναι αμέ! Κορόιδο είσαι; Θα πάρουμε τιμητική ρεεεεεε!»
«Ποιος σου είπε ότι θα πάρουμε τιμητική;»
«Κανένας. Έτσι κάνουν πάντα. Το ξέρω από χέρι».
«Από χέρι με έκαψες ρε άθλιε! Θα πάμε τώρα να ψήνουμε αρνιά; Αφού σου είπα δεν ξέρω».
«Ούτε εγώ ξέρω. Σιγά τ’ αυγά ρε ημίμαγκα Πειραιώτη. (σ.σ.: βέρος Αθηναίος, Χατζηφωτίου και βάλε, αυτοσυστηνόταν ο συνάδελφος). Εδώ ο κάθε μπαστουνόβλαχος ξέρει να το κάνει, εμείς θα κολλήσουμε; Επιστήμη είναι να γυρνάς μια σούβλα;»
«Δεν είναι επιστήμη, δεν είναι Τέχνη, αλλά θέλει τεχνική ρε τρόμπα. Απόψε θα την κατακτήσουμε την τεχνική;»
Μόλις άρχισα να αναπτύσσω αντεπιχειρήματα για την απροσπέλαστη τεχνική του σουβλίσματος ακούστηκαν ξανά οι αγριοφωνάρες του ανθυπολοχαγού που είχε αναλάβει την αποστολή να στείλει το «Τάγμα Θανάτου» (των αρνιών) στα μαγειρεία για τα περαιτέρω.
Μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Είχα δηλωθεί «εθελοντής ψήστης» εν αγνοία μου. Αντί για τιμητική μυριζόμουν «καμπάνα» (διαστάσεων Νοτρ Νταμ). Είχα την εδραία πεποίθηση ότι θα τα κάναμε μαντάρα με τους αμνούς, θα τα τρώγανε με τα αίματα ή καρβουνιασμένα οι επισκέπτες και θα την πληρώναμε εμείς. Οι τάχα μου δήθεν «εθελοντές» καμικάζι της σούβλας.
Ο συνάδελφος ήτο και ολίγον αρχαιόφιλος και άρχισα να του εκτοξεύω όσα αποσπάσματα από καταδέσμους (κατάρες στα αρχαία ελληνικά) μου ερχόντουσαν στο νου. Υπ’ όψιν, αν θέλεις να βρεις τους πιο θανατηφόρους καταδέσμους να ανατρέξεις στην Πέλλα, την Ρόδο και την Θεσσαλία επίδοξε μάγε.
Αν έπιαναν οι αρές μου, έστω και λίγο, θα έπρεπε να είχε πέσει ξερός επί τόπου ο τολμητίας συνάδελφος. Ωστόσο, ανυποχώρητα αισιόδοξος (και εν τέλει αφελής) καθώς ήταν, με έσερνε κι εμένα προς τον αρχικό χώρο διασποράς του μαρτυρίου των αμνών και των εθελοντών. Ξερός δεν έπεσε, παρά μόνον από τα γέλια.
Μαγειρεία, ΚΕΜΧ! Πόσο όμορφος προορισμός για ένα μπριλάντε βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Μας έδειξαν καμιά εικοσαριά σφαχτάρια απλωμένα σ’ έναν μεγάλο πάγκο και στο πάτωμα σε κάτι λερούς μουσαμάδες.


Βλάχικα, Βάρη

Μας έδειξαν μερικά σύρματα, λίγα κορδόνια και σούβλες. Είχαν και πέντε έξι πινέλα δίπλα στα αρνιά κι αναρωτήθηκα αν θα τα περνάγαμε ντουκόχρωμα τα αρνάκια. Για λάδωμα ήταν τα πινέλα. Τύφλα να έχει ο μέσος κουλαντριστής αμυντικών προμηθειών, δηλαδή.
«Δέστε τα!» φώναξε ένας μονίμως στραβωμένος υπαξιωματικός. Αυτός ειδικά δεν με πήγαινε με τίποτα. Είχα καταλάβει ο σαδιστής ότι τον ενοχλούσε ο μικρός βαθμός του και πριν τον προσφωνήσω, πάντοτε έβαζα μια μικρή παύση ανάμεσα στο «κύριε» και το «αρχί ή επί-λοχία».
«Μάλιστα κύριε….. επιλοχία» έλεγα με ένα σχεδόν ανεπαίσθητο υπομειδίαμα και φουρκιζόταν ο αχρείος. Η παύση πριν τον βαθμό τόνιζε τον βαθμό (ή ορθότερα την έλλειψη ανωτέρου βαθμού). Ας μην έβαζε τις βρωμοχερούκλες του στα ταψιά με το φαγητό των φαντάρων για να τσιμπολογά κι εγώ δεν θα τον πείραζα. Τέλος πάντων, περασμένα και κάπως ξεχασμένα όλα αυτά.
Οδηγίες δεν μας έδωσαν. Λες και απευθύνονταν σε βετεράνους από τις ψησταριές στα Βλάχικα. Το μόνο που μας είπαν ήταν ότι «πολλά σύρματα και σκοινιά εφεδρικά δεν έχει. Κανονίστε να τα δέσετε σωστά και να τα ψήσετε καλά, αλλιώς το Ναύπλιο δεν θα το ξαναδείτε. Θα πήξετε στην υπηρεσία και την φυλακή αν κάτι δεν πάει καλά».
Νάτα μας! Το Μηχανικό, υπό κανονικές συνθήκες δεν ασχολείται με την μαγειρική. Γεφυροποιία θέλεις; Έχει. Πλωτά; Πάλι έχει. Μπας γουστάρεις ναρκοπέδια; Τίγκα είναι. Εκρήξεις; Διαθέτει και από αυτές. Μάστερ Σεφ δεν έχει το μενού του Όπλου μας, αλλά ένεκα του μπαγλαμά του συναδέλφου έπρεπε να αναδειχθούμε σε μεγάλους ψήστες σε χρόνο μηδέν και δίχως πολλά ανταλλακτικά (σχοινιά, σύρματα κ.λπ). Φυσικά, δεν έπρεπε καν να περάσει από το μυαλό σου η υπόθεση «κι αν κάψω κάνα αρνί; Αν λαμπαδιάσει;»
Αν τρώγαμε τέτοιο σφόλι, μάλλον ακόμα θα υπηρετούσαμε…
Αν και σε κατάσταση (ελεγχόμενου) πανικού ευρισκόμενοι, κατορθώσαμε άρον-άρον να τα δέσουμε τα σφαχτά και να τα βισματώσουμε στις σούβλες. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι δεν προέβαλαν αντίσταση τα νεκρά ζώα. Το θέαμα αστείο και οικτρό. Εικοσιτόσοι νέωπες με εικοσιτόσες σούβλες επ’ ώμου.
Η θράκα δεν είχε ανάψει την ώρα που γινόταν η απόθεση των αρνιών. Πολλά κάρβουνα απλωμένα, σε σχετικά ακανόνιστη διάταξη, εγγύς των βάσεων των ψησταριών.
«Χμμμ, μάλιστα. Για να δούμε τώρα πώς θα ανάψουν όλα αυτά, πότε θα βάλουμε τα κρέατα πάνω να γυρνάνε, πότε θα ψηθούν», σκεφτόμουν σχεδόν φωναχτά. Είχα κι άλλες πολλές απορίες – και έπρεπε σε όλες να απαντήσω όχι ακριβώς εγώ αλλά η τεχνική που θα αποκτούσα εκείνο το βράδυ!
Ταχύρυθμο μάθημα ψήστου υπό την απειλή της στερήσεως εξόδου; Κρατήσεως; Φυλάκισης; Ψόγου; Δεν ήθελα να μάθω.
Με τα πολλά, ένας υπάξ (υπαξιωματικός μπρε Ταρνανά, που θα ‘λεγε κι η Λωξάντρα), εκ Τρικάλων αν ενθυμούμαι καλώς, μας ενεχείρισε ένα μικρό μπιτονάκι πετρέλαιο και δυο-τρία μπουκαλάκια οινόπνευμα. Αναπτήρες είχαμε δικούς μας και για προσάναμμα χρησίμευσαν περιοδικά και εφημερίδες (αθλητικές, αν θυμάμαι καλά). Ξεδιάλεξα σελίδες που αφορούσαν στον ΠΑΟ (στις αθλητικές εφημερίδες) και σε συνεντεύξεις πασοκόμουτρων (στα περιοδικά) και τις πυρπόλησα πρώτες. Ομολογουμένως ήταν απολαυστική η στιγμή. Μπουρλότο! Η μοναδική απολαυστική στιγμή στο αχάριστο νυχτέρι.

Θεία Κωμωδία

Με το που φούντωσε αυτή η επιμήκης λωρίδα κάρβουνου, θυμήθηκα τη Θεία Κωμωδία. Κανονική δαντική κόλαση το σκηνικό. Εικοσιτόσοι ιεροφάντες με ομοιόμορφες φαιοπράσινες στολές ενώπιον της αιωνίου πυράς που καψάλιζε τα πρόσωπά τους. Οι αυξομειούμενες σκιές έπαιζαν με τα χαρακτηριστικά των τελεστόρων του ψηστικού δράματος, προσδίδοντάς τους άλλοτε σχήματα δαιμονικά, σαρδόνια κι άλλοτε θυμάτων, μάγων, Ναϊτών που περίμεναν την σειρά τους να παραδοθούν στις φλόγες της Ιεράς Εξετάσεως. Ο Ζακ ντε Μολέ στο Ναύπλιο… Κλαυθμός, οδυρμός και βρυγμός οδόντων. Ααααα, και κάτι άλλο: μετά τον κλαυθμό, τον οδυρμό και τον βρυγμό οδόντων ήλθε το σκλήρισμα του μετάλλου πάνω στο μέταλλο!
Μόλις κατάκατσε λίγο η αρχική πυρκαγιά και ανεφάνη η λάβα από τα πυρωμένα κάρβουνα, τοποθετήθηκαν οι σούβλες κι άρχισαν να γυρνούν. Αυτό παρήγαγε θόρυβο που δεν μπορούν να παράξουν μύριες μυριάδες λεγεώνων δαιμόνων, οι οποίοι έχουν γίνει κουρούμπελο από το μεθύσι και τραγουδούν Mayhmen, Prince, Bolt Thrower, Vanilla Ice, Emperor, Eminem και Burzum. Τέτοιο σκλήρισμα δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου, παρόλο που ήδη είχα συμπληρώσει χιλιάδες ένσημα στις πιο εξωτικές και ακραίες εκφάνσεις του metal – καλή του ώρα.
Πανζουρλισμός θορύβου, κάψα ασυγκράτητη, κόπωση, άγχος, θητεία, ύπνος σε έλλειψη. Το μάγμα της ατόφιας σάχλας είχε καρβουνιάσει τις ελπίδες για μια άνετη βραδιά. Οι μόνοι που δεν νοιάζονταν για το τι θα απογινόμασταν εμείς ήταν οι αξιωματικοί και τα αρνιά.
Εκείνες τις δύσκολες στιγμές (δύσκολες όχι για όλους, αλλά για ημίμαγκες όπως ο ειλικρινής υμέτερος) είχα μια από τις ελάχιστες φαεινές και πρακτικές ιδέες του βίου μου. Ένιωσα τουλάχιστον Αϊνστάιν, Ευπαλίνος, φον Μπράουν, Αρχιμήδης όταν την εξέφρασα και την υλοποίησα: «Βρε παιδιά, γιατί να μην λαδώσουμε τις ρημάδες τις σούβλες; Θα κάνουν λιγότερο θόρυβο και θα γυρνούν ευκολότερα», είπα με στόμφο και φωνή πρώτου σε Χορό αρχαίας τραγωδίας.
Συμφώνησαν άπαντες. Λάδι μηχανής ήθελε; Μπορεί. Ίσως και όχι. Ό,τι κι αν ήθελαν οι σούβλες για να βγάλουν τον σκασμό, εμείς τις πασαλείψαμε με σπορέλαιο που ευρέθη εν αφθονία στα μαγειρεία.
Σίγησε αρκετά το «γκιν γκιν γκιν, σκριτς, ιτσν» που ακουγόταν από την συναυλία των Μηχανικάριων ψηστών. Εδέχθην συγχαρητήρια απ’ όλους για το εύρημα. Ένιωσα καταπληκτικά. Ύστερα απλά πληκτικά. Έως αφόρητα. Ο καπνός και η ζέστη έρχονταν απρόσκλητα στα μούτρα μας διότι ο άνεμος μας είχε βάλει στο μάτι και έσπρωχνε τα ανεπιθύμητα παράγωγα της δραστηριότητάς μας προς εμάς. Δεν φύσαγε ο αυνάνας ο Αίολος από την άλλη μεριά. Όοοοοοχι φίλε. Μας έφτυνε με καπνό και φωτιά. Αδιάκοπα. Αμέτι μουχαμέτι το είχε βάλει να μας μπουκώσει με αηδία!
Κάνα ημίωρο αργότερα είχα κι άλλη φαεινή ιδέα. Να βρέξω το τζόκεϊ με νερό και να γυρνάω τη ρημαδοσούβλα με αυτό κολλημένο στα μούτρα μου. Χρησίμευε σαν αντικαπνικό φίλτρο και ανασχετικό της φλογός συνάμα. Κι αυτό το κόλπο έπιασε.
Ύστερα, το γκρόσο κόλπο. Ψήστης που το παίζει θεά Κάλι, αλλά με δύο χέρια, όχι με οκτώ. Ήτοι: Γυρνάω δύο σούβλες, αφού διευθετώ τις βάσεις και το κάθισμά μου. Μία με το δεξί και μία με το αριστερό. Αυτός που δεν γυρνάει σούβλα πάει και ρίχνει στα κλεφτά υπνάκο μίας ώρας. Κατόπιν η σειρά μου να κοιμηθώ. Αυτό δεν το ακολούθησαν όλοι. Ωστόσο, με την σκάτζα βάρδια η νύχτα βγήκε ευκολότερα – αν και γύρω στην 10η πρωινή τα πνευμόνια των στρατευμένων ψηστών θύμιζαν ανθρακωρύχο Βελγίου. Τίγκα στα μικροσωματίδια.
Μόλις ολοκληρώθηκε η πρωινή αναφορά και ημείς οι Μάστερ Σεφ είχαμε τερματίσει –για προφανείς λόγους- την ημιπαράνομη σκάτζα βάρδια, πέρασε μια βόλτα κι ο Δίκας (σ.σ.: Διοικητής) για να δει την πορεία της ψητής γκουρμεδιάς.
«Μπράβο παιδιά», είπε, προσπερνώντας μας με βιάση, αναζωπυρώνοντας τις περί «τιμητικής αδείας» ελπίδες του αρχαιόφιλου, γκάγκαρου Αθηναίου συναδέλφου μου, ο οποίος με έβαλε σε μια από τις πολλές ατελέσφορες περιπέτειες του βίου μου.
Με το «μπράβο» του κυρίου Διοικητού, οι γυροβολιές στις σούβλες έγιναν ταχύτερες, βιαιότερες, ανυπόμονες. Σαν ερωτική πράξη στον κολοφώνα της, λίγο πριν την εκτόνωση της ζωοφόρου ορμής.
Ενθουσιασμός κι ελπίδα στο φαιοπράσινο πλήθος. Με τα πολλά τα γύρω γύρω, πέρασε κι ένας ημιπαράφρων ανθυπολοχαγός (ο οποίος μιλούσε πριμάτα και υστερικά σαν τον Ζεντ στη Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή) που δοκίμασε τις πέτσες για να διαπιστώσει αν είχαν ψηθεί καλώς και… (εδώ γελάστε άφοβα) «προβλεπόμενα!».


Δισκοπότηρο

Οι λέξεις «προβλέπεται, προβλεπόμενο, προβλεπόμενα» και λοιπές παράγωγες είναι μερικά από τα γκράαλ (σ.σ.: ιερά δισκοπότηρα) του Ελληνικού Στρατού. Τις βρίσκεις μπροστά σου ακόμα κι αν δεν είσαι ο Πάρσιφαλ ή ο Γκάλαχαντ.
Πάμε τώρα στο γκραν φινάλε φίλε αναγνώστη. Μετά από τόσες λέξεις σίγουρα θα έχεις χωνέψει το αρνί που χλαπάκιασες τις άγιες ώρες της κρεοφαγούσας Στανισοκατάνυξης. Σχώρα μου την φλυαρία αλλά δεν μπορώ να πράξω αλλιώς. Γυρεύω ακόμα, εν έτει 2013, εν τίνι μέτρω, έναν λεκτικό –έστω- γδικιωμό. Είθισται να εκδικούμαι με λέξεις, που έχουν το μαύρο χούι να είναι αληθινές. Η αλήθεια εστί ανεπιθύμητη παρέα για όλα τα έμβια όντα σαν εμένα, εσένα, τον άλλον, τον παράλλον και όλους όσοι λένε ότι λατρεύουν τον Χριστό αλλά ενδέχεται να ψήφιζαν κι εκείνοι υπέρ της Σταύρωσής του (πνεύμα πρόθυμο, σαρξ αδύναμη, που να τα βάζεις τώρα με την κυβέρνηση και λοιπές αηδίες).
Για να μην σε ζαλίζω, λοιπόν, περαιτέρω φίλε αναγνώστη/αναγνώστρια θα σου πω ότι, όλως περιέργως, τα αρνιά ψήθηκαν ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΑ! Λες και είχε επιμεληθεί της βασανιστικής περιστροφής τους πάνω από την θράκα η ελίτ των απανταχού ψητοπωλών. Σαν από θαύμα κανένα δεν ξεπέτσιασε, κανένα δεν καρβούνιασε, κανένα δεν έβγαζε αίματα πάνω στο πιάτο. Οι εικοσικάτι ψήστες εξετέλεσαν την αποστολή τους σαν μουσικοί υπό την διεύθυνση του Κάραγιαν σε ανέβασμα του μοτσαρτικού Ρέκβιεμ. Άπαντα τέλεια! Παρά την χόρταση λόγω της κάπνας δοκίμασα από διάφορα ψητά και διαπίστωσα ότι κάτι μαγικό είχε συμβεί. Τέτοια αρμονία γεύσης ήταν πρωτόγνωρη, ακόμα και για τα ημέτερα γευστικά κριτήρια. Δεν ξέρω να μαγειρεύω μεν αλλά να τρώω μια χαρά το κατέχω, φίλτατε επισκέπτη του ιστολογίου.
Και ύστερα δεν ήλθαν οι μέλισσες αλλά οι επισκέπται. Πρώτα οι δικοί μας. Ενδιαφέρουσα εμπειρία. Η μάνα μου και η αδελφή μου δεν μου το εξέφρασαν ανοιχτά αλλά το βλέμμα τους έλεγε τα κάτωθι: «Βρε το ταλαίπωρο το παλικάρι. Απόβαση στη Νορμανδία, μακελειό στο Μανιάκι, έπαρση σημαίας στο Ίβο Τζίμα, παιχνίδι με τον θάνατο στο Ματζικέρτ. Ήρωας!».
Η αλήθεια ήταν σκάλες χαμηλότερη από την συγγενική ανάγνωση της πραγματικότητας. Ουδέποτε ήμουν ήρωας. Μακάρι να ήμουν. Ένας απλός «πηγμένος» που μπλέχτηκε σε κάτι αχάριστο διατέλεσα. Αυτό μόνο. Τίποτε άλλο. Καλά θα ήταν να είχαμε προσθέσει μερικές επικές μάχες στο παλμαρέ των ανδραγαθιών μας αλλά δεν μας έκατσε η μπίλια. Ευτυχώς, διότι δεν αποκλείεται να τα είχαμε κάνει μούτι στην κρίσιμη αναμέτρηση.



Βαψομαλλιάδες

Τες πα (σ.σ.: τέλος πάντων) αυτό είχε το μενού. Αρνί και φαιοπράσινους ταλαίπωρους. Σκάσανε μύτη και μπόλικοι βαψομαλλιάδες «επίσημοι». Χαμογελαστοί, άλλοι με τις οικογένειες, άλλοι με μινιφορούσες γραμματείες και όλοι με την αυτοπεποίθηση του ανυποχώρητου βλακός. Του νικηφόρου ανόητου. Του κερδοφόρου τίποτα στον οποίον αξίζει η υπόκλιση, το σέβας. Σημειωτέον, «επίσημος» στη νεοελλαδίτικη διάλεκτο είναι ο ανυπόστατος λαμογιώτατος φάβας που κλέβει για να ζει και αρπάζει για να έχει. Πρώτα τον ψηφίζουμε για να μας καταστρέφει κι έπειτα για να μας σώζει από την καταστροφή. Ακούσιο εκλογικό χιούμορ λέγεται η συνήθεια τούτη. Ήρθανε μετά και νομαρχαίοι και βουλευταί και δικασταί και άλλοι τέτοιοι. Πόση αηδία μου προκαλούσαν και μου προκαλούν… Ίσα με τις μπάμιες, τον πατσά και την πολιτική «ορθότητα» που καμώνεται ότι δεν υπάρχει το βασικό εργαλείο της ανθρώπινης φύσης: η διάκριση! Ο κοντός και ο ψηλός. Ο όμορφος και ο άσχημος. Ο καπάτσος και ο αδέξιος. Η ξανθιά και η μελαχρινή. Πόση απέχθεια οι…. αμφίσημοι επίσημοι. Να σηκωθούν τα αρνιά να φύγουν τρέχοντας με τις σούβλες ολούθε στα κορμιά τους, φίλε και φίλη. Και με τις βίδες πάνω τους σαν τον Φρανκενστάιν. Μπλιαχ, ο κατιμάς της ανθρώπινης φύσης ήλθε για να «τιμήσει» τα στρατευμένα νιάτα.
Φάτσες, μα τι φάτσες!
Σκάσανε μύτη αυτοί και τα συγγενολόγια των κρεάτων για τα κανόνια τα παραμέρισαν οι πολυάστεροι «αξιωματικοί». «Καθίστε εκεί!», είπε ένας λοχαγός στους δικούς μας, λες και διέταζε ψάρακες. Καθίσανε. Τι να σου κάμουν; Σέβας στο αξίωμα, στην στολή.

Φουρνιστά ίχνη αρνιού

Και η ώρα του φαγητού έφτανε με βήμα ταχύ. Ταχύ είπαμε, όχι ταχίνι. Ταχίνι τέλος. Φινίτο η νηστεία. Τώρα έρχονται τα αρνιά. «Τουλάχιστον τα ψήσαμε καλά», σχολίασα νοερώς ο τλήμων.
Και τι φέρανε να φάμε εμείς οι αναλώσιμοι; Με τι ταΐσανε τα κωλοφάνταρα και τα σόγια τους; Χαχαχα. Το καλύτερο είναι εδώ, και το ντεσού της ημέρας: με ίχνη αρνιού στο φούρνο!
Προσοχή: τα σουβλιστά, τα έφαγαν οι επίσημοι. Τα φουρνιστά (ίχνη αμνού σε στρώμα από παγωμένα λίπη plus ελάχιστες πατάτες) οι κληρωτοί και οι οικογένειές τους! Πάρτα κορόιδο! Ό,τι προσπάθησες επί μία νύχτα αξημέρωτη προοριζόταν για το ελληνικό πρόβλημα, τους επισήμους!
Μάλιστα, αυτοί οι ανεκδιήγητοι αφενός έμαθαν ότι τους επιφυλάχθηκε ειδική, σκανδαλώδης μεταχείριση και αφετέρου εξέφρασαν ικανοποίηση επειδή συνέβη! Ούτε ένας δεν βρέθηκε με τσίπα (έστω καψαλισμένη σαν του αρνιού στη σούβλα) για να πει «θα φάμε ό,τι τρώνε όλοι». Ούτε ένας! Κάποια περιστατικά σαν αυτά του Αλεξάνδρου με το νερό στην έρημο της Γεδρωσίας πρέπει να θεωρούνται ως… ακρότητες μιας «λαϊκιστικής» εξουσίας. Αν δεν το ξέρετε το ιστορικό συμβάν, υπάρχει και το Google ή ο Αρριανός… Διδακτικό είναι για τα ελληνικά πάθη.
Κάθισαν μάλιστα σε ειδικό τραπέζι μαζί με τον διοικητή και τους αξιωματικούς ενώ ο ψωριάρης λαός σαβούριαζε τον παγωμένο (από την προηγούμενη ημέρα, έμαθα) κατιμά!
Αυτή ήταν η αξιολογική κλίμακα του στρατεύματος. Αυτό ήταν το πρώτο crash course στην πραγματική ζωή που έλαβα από την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία του Μητσοτάκη (κυβέρνηση τότε) και των σεσημασμένων ανάξιων που διευθύνονταν από την αραχνιασμένη μπαγκέτα του υπερήλικα παρακμιακού. «Εξ όνυχος τον λέοντα», έλεγαν οι αρχαίοι. Κι εγώ είδα τον όνυχα, κι ακόμα περιμένω τον λέοντα – αν και εδώ και χρόνια υποπτεύομαι ποιος είναι. Ακόμα υπάρχει ελπίδα…
Στα επόμενα θα σου πω περισσότερα, ω υπομονετικέ αναγνώστη και ακάματη αναγνώστρια. Θα σου πω και γιατί υπηρέτησα και ποιο –κατά την γνώμη μου- είναι το έθνος των Ελλήνων για το οποίο θα έβαζα το κεφάλι μου στον τορβά…

ΥΓ: Φυσικά, ουδεμία «τιμητική» άδεια ελήφθη ένεκα της πυρακτωμένης «εθελοντικής» αγγαρείας. Είναι ευτύχημα που δεν καμπανιαστήκαμε…

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Κλασικό Πάσχα σε στρατόπεδο... σε διαβεβαιώ ότι και το 2007 την ίδια ακριβώς κατάληξη είχαν τα σουβλιστά αρνιά!
Η ιστορία που περιγράφεις είναι διαχρονική!

Ανώνυμος είπε...

Καλύτερο κείμενο για τη θητεία δεν έχω διαβάσει. Φίλε είσαι μεγάλος συγγραφέας. Πολλά μπράβο!
Pzkarios

DREAM είπε...

ΑΓΑΠΗΤΕ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΣΟΥ. ΜΟΥ ΘΥΜΙΣΕΣ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ. ΕΛΠΙΖΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΑΝΤΙΡΗΣΗ ΝΑ ΤΟ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΩ ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΦΥΣΙΚΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ
http://www.librofan.com/2013/05/blog-post_12.html ΠΕΤΡΟΣ

Παναγιώτης Λιάκος είπε...

Πέτρο ευχαριστώ για την πρωτοβουλία σου.