Στις 31 Ιανουαρίου συμπληρώνονται 12 χρόνια από τη θυσία τριών Ελλήνων αξιωματικών στα Ίμια, η οποία χαρακτηρίστηκε ως η κορύφωση και, ίσως, η εκτόνωση, ενός παρ' ολίγον πολέμου ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ο Αλέξανδρος Τάρκας χρονολογεί τις επιλογές, τις αποφάσεις και τις συνέπειες μίας διαχρονικής διαμάχης και μίας πρόσφατης, τότε, εξουσίας.
Η αλήθεια είναι σκληρή, αλλά η πολιτική ηγεσία και η κοινή γνώμη της Ελλάδας πρέπει να την αντικρίζουν κατάματα: Ο χειρισμός της κρίσης των Ιμίων, πριν και μετά τη μοιραία νύχτα της 30ής Ιανουαρίου 1996, αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν. Όσα ακολούθησαν, ώς σήμερα, δεν παρέχουν την παραμικρή εγγύηση ότι τα λάθη δεν θα επαναληφθούν. Γιατί η απουσία στόχου, η ανεπάρκεια μέσων, η έλλειψη συντονισμού και οι σπασμωδικές αντιδράσεις αποτελούν μόνιμες παθογένειες της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Τα προεόρτια της κρίσης αρχίζουν την επομένη των Χριστουγέννων του 1995, όταν το τουρκικό motorship «Φίγκεν Ακάτ» προσαράζει στην Ανατολική Ίμια, τη μία εκ των δύο βραχονησίδων που βρίσκονται μεταξύ του συμπλέγματος Καλύμνου - Καλολίμνου και τουρκικών ακτών. Είτε η προσάραξη ήταν (όπως και το πιθανότερο) προσχεδιασμένη είτε όχι, η Άγκυρα αξιοποιεί το γεγονός για να ισχυριστεί ότι οι νησίδες (στα τουρκικά «Καρντάκ») δεν αποτελούν ελληνική επικράτεια. Μόλις τέσσερις ημέρες αργότερα, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών επιδίδει στην ελληνική πρεσβεία Άγκυρας ρηματική διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία τα «Καρντάκ» αποτελούν τμήμα της επαρχίας Αλικαρνασσού.
Η ελληνική πλευρά απαντά στις 9 Ιανουαρίου 1996 με δική της ρηματική διακοίνωση, όπου υπογραμμίζεται ότι, με βάση τη Συνθήκη της Ρώμης του 1932, η Άγκυρα είχε αποδεχθεί την κυριαρχία της Ιταλίας σε όλα τα Δωδεκάνησα. Με τη σειρά της, η Ιταλία, με τη Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού (1947) μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα, επομένως και τα Ίμια, στην Ελλάδα. Επιπλέον, ορισμένα διαδικαστικά θέματα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, σχετικά με την κύρωση διαφόρων νομικών εγγράφων, είχαν ολοκληρωθεί λίγα χρόνια αργότερα.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υπογράμμιζε το συνδρομητικό δελτίο ενημέρωσης «Εμπιστευτικό Γράμμα», που αποκάλυψε πρώτο στις 20 Ιανουαρίου 1996 την επικείμενη κρίση των Ιμίων, «το τουρκικό ΓΕΕΘΑ θα πρέπει να έψαξε, πολύ βαθιά, στα αρχεία του για να εφεύρει ένα τέτοιο ζήτημα που ήταν ήδη κλειστό, πριν από τη δεκαετία του 1950»… Το «Εμπιστευτικό Γράμμα» τιτλοφορούσε το θέμα ως «Βαριά πρόκληση από την Τουρκία», προσθέτοντας ότι, πέραν των αεροπορικών και ναυτικών προκλήσεων στο Αιγαίο, ήταν η πρώτη διεκδίκηση ελληνικού εδάφους.
Η πρώτη φάση
Η πρώτη φάση της κρίσης των Ιμίων, από την Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 1995 ώς και τη Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 1996 (ημέρα της ορκωμοσίας της πρώτης κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη), συμπίπτει με πολιτική κρίση στις δύο χώρες.
Στην Άγκυρα έχει μόλις ανατραπεί, με μια παρασκηνιακή παρέμβαση του στρατού, η κυβέρνηση του φιλοϊσλαμιστή Νεσμετίν Ερμπακάν (προδρόμου και ινδάλματος του σημερινού πρωθυπουργού Ρ. Ερντογάν) και τη διαδέχεται σχήμα συνεργασίας υπό τη, βουτηγμένη στα σκάνδαλα, Τανσού Τσιλέρ με τη στήριξη του, γνωστού «γερακιού», Μεσούτ Γιλμάζ.
Στην Αθήνα, ο Ανδρέας Παπανδρέου νοσηλεύεται, βαριά ασθενής, στο Ωνάσειο και παραιτείται από την πρωθυπουργία μόλις τη Δευτέρα 15 Ιανουαρίου. Όλο αυτό το διάστημα, με την εξαίρεση μιας σύσκεψης των τότε υπουργών Εξωτερικών Κ. Παπούλια και Εθνικής Άμυνας Γερ. Αρσένη, που είχαν διαβλέψει ήδη από τον προηγούμενο Νοέμβριο την πιθανότητα μιας τουρκικής προβοκάτσιας, η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο. Οι κ.κ. Παπούλιας και Αρσένης δίνουν εντολή για αυξημένη επιτήρηση της περιοχής των Ιμίων στις 16 Ιανουαρίου, αλλά ο νέος πρωθυπουργός και ο νέος υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα της κατάστασης. Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού, στα μέσα Δεκεμβρίου 1995, ο κ. Σημίτης είχε κρίνει ώριμες τις συνθήκες για μείωση των αμυντικών δαπανών!
Η δεύτερη φάση
Το απόγευμα της Τρίτης 23 Ιανουαρίου 1996, το ζήτημα εξετάζεται σε κυβερνητική σύσκεψη, ενώ το επόμενο βράδυ η τηλεόραση του ΑΝΤ1 αναφέρεται στην ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας. Την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου, ο δήμαρχος, ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος και κάτοικοι της Καλύμνου μεταβαίνουν στην ανατολική Ίμια και προχωρούν σε έπαρση της ελληνικής σημαίας. Το επόμενο πρωί, ο κ. Πάγκαλος αναγνωρίζει ότι πρόκειται για την πρώτη φορά που εγείρονται εδαφικές διεκδικήσεις και προσθέτει πως «δεν γνωρίζω, αν το θέμα οφείλεται στον υπερβάλλοντα ζήλο κάποιου Τούρκου διπλωμάτη ή αποτελεί μέρος ευρύτερου σχεδίου».
Το Σάββατο 27 Ιανουαρίου, ελικόπτερο της εφημερίδας «Χουριέτ» με δύο δημοσιογράφους (που είχαν, παλαιοτέρως, υποκινήσει επεισόδια στη Θράκη και για τους οποίους είχε εκδοθεί «ερυθρό δελτίο» απαγόρευσης εισόδου στην Ελλάδα) προσγειώνεται στα Ίμια και αντικαθιστά την ελληνική σημαία με μία τουρκική.
Το πρωί της Κυριακής 28 Ιανουαρίου, το περιπολικό σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού «Παναγόπουλος ΙΙ» εντοπίζει την τουρκική σημαία και, την ίδια περίπου ώρα, η «Χουριέτ» εκδίδεται με πρωτοσέλιδες φωτογραφίες από την αλλαγή των σημαιών. Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας διατάσσει την άμεση έπαρση της ελληνικής σημαίας και τη φύλαξη της μίας εκ των δύο νησίδων από μικρή ομάδα ανδρών ειδικών δυνάμεων, ενώ, στις 4 το απόγευμα της ίδιας ημέρας, το «Παναγόπουλος ΙΙ» ανακόπτει μικρή λέμβο με Τούρκους κομάντος, που προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τα Ίμια. Μέχρι αργά το βράδυ, σημειώνονται αλλεπάλληλες παραβιάσεις των ελληνικών χωρικών υδάτων από τουρκικά σκάφη.
Η ίδια στρατιωτική κατάσταση επικρατεί και τη Δευτέρα 29 Ιανουαρίου, ενώ, στο διπλωματικό επίπεδο, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ντ. Μπαϊκάλ καλεί τον Έλληνα πρεσβευτή Δημ. Νεζερίτη απαιτώντας διαπραγματεύσεις όχι μόνο για το νομικό καθεστώς των βραχονησίδων, αλλά γενικά για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων. Ειδικώς για τα Ίμια, ζητά την αποχώρηση του στρατιωτικού προσωπικού και την ελληνικής σημαίας.
Η τρίτη φάση
Η κρίση κορυφώνεται από τις 4 το πρωί της Τρίτης, 30 Ιανουαρίου 1996 καθώς ο τουρκικός στόλος αυξάνει αιφνιδιαστικώς την παρουσία του στην περιοχή. Ακολουθούν αναχαιτίσεις τουρκικών αεροσκαφών και πλωτών μέσων, ενώ στις 10.30 π.μ. συγκαλείται στην Αθήνα έκτακτη κυβερνητική σύσκεψη (το πρώτο «άτυπο ΚΥΣΕΑ» εκείνης της ημέρας), που αποφασίζει, πρώτον, την έξοδο του μεγαλύτερου μέρους του στόλου από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας προς τα Ίμια και την ευρύτερη περιοχή της Δωδεκανήσου και, δεύτερον, τη δημόσια παρουσίαση χάρτη του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών του 1953, όπου η επίμαχη περιοχή αναγνωρίζεται ως ελληνική. Περίπου την ίδια ώρα, ο κ. Νεζερίτης συναντάται με τον υφυπουργό Εξωτερικών Ονούρ Οϊμέν, ο οποίος αξιώνει επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς (status quo ante) υπογραμμίζοντας, για πρώτη φορά, το τρίπτυχο «αποχώρηση πλοίων - αποχώρηση προσωπικού - αποχώρηση σημαιών» (no ships - no troops - no flags).
Στις 4 μ.μ. (ώρα Ελλάδας), στην Ουάσιγκτον, ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ συγκαλεί τηλεδιάσκεψη μεταξύ του Στέητ Ντηπάρτμεντ του υπουργείου Άμυνας, του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Διαπιστώνεται μέγιστος κίνδυνος θερμού επεισοδίου Ελλάδας - Τουρκίας και συστήνεται στις δύο κυβερνήσεις (ιδιαίτερα στην ελληνική) «άμεση λύση» κι όχι «διαπραγμάτευση» ώστε οι ειδικότερες πτυχές να συζητηθούν αργότερα και αφού έχει υλοποιηθεί το «no ships - no troops - no flags». Ενώ οι ώρες περνούν και οι εκατέρωθεν δυνάμεις στα Δωδεκάνησα είναι πλέον τεράστιες, στις 10.30 μ.μ. ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ο. Πέρι, συνομιλεί τηλεφωνικά με τον κ. Αρσένη και ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Κρίστοφερ με τον κ. Πάγκαλο. Η Αθήνα απαιτεί την άμεση αποχώρηση των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων, αλλά η Άγκυρα επιμένει στην αποχώρηση του στρατιωτικού προσωπικού και στην υποστολή της σημαίας.
Στη 1 π.μ. της Τετάρτης 31ης Ιανουαρίου, αρχίζει η (καταγεγραμμένη πλέον στη σύγχρονη ελληνική ιστορία) σύσκεψη στο Γραφείο Πρωθυπουργού με τη συμμετοχή των κ.κ. Σημίτη, Πάγκαλου (…που καθυστέρησε λόγω παρουσίας του σε τηλεοπτική εκπομπή!), Αρσένη, των υπουργών Εσωτερικών Α. Τσοχατζόπουλου, Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου, και Τύπου Δ. Ρέππα καθώς και του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, ναυάρχου Χρ. Λυμπέρη. Πρόκειται για το δεύτερο «άτυπο ΚΥΣΕΑ», το οποίο, προς τα ξημερώματα, θα μετατραπεί σε επίσημη συνεδρίαση με τη συμμετοχή και των υπολοίπων, προβλεπόμενων από το νόμο, υπουργών.
Λίγο μετά τις 2 π.μ., φθάνει ξαφνικά η είδηση (από δημοσιογραφικές πηγές) για κατάληψη της Δυτικής Ίμιας από Τούρκους κομάντος καθώς οι ελληνικές ειδικές δυνάμεις, σύμφωνα με το σχέδιο του ΓΕΕΘΑ, φρουρούσαν μόνο την Ανατολική Ίμια και την Καλόλιμνο (ΒΔ των Ιμίων) σε περίπτωση που η Άγκυρα σκόπευε να μεταφέρει αλλού το θέατρο των επιχειρήσεων και να ζητήσει συνολική διαπραγμάτευση. Ακολουθεί ένα τρίωρο τηλεφωνικών συνδιαλέξεων Χόλμπρουκ - Πάγκαλου αφενός για την επιβεβαίωση της κατάληψης της Δυτικής Ίμιας (που δεν μπορούσε να πιστοποιήσει εγκαίρως το ΓΕΕΘΑ) και αφετέρου για τη διαδικασία απεμπλοκής. Πέρα από τα αμερικανικά στοιχεία, κρίνεται απαραίτητη η απονήωση και ελικοπτέρου από τη φρεγάτα Ναβαρίνο. Το πλήρωμα του ελικοπτέρου επιβεβαιώνει την παρουσία 10 Τούρκων κομάντος (και της σημαίας τους) στις 04.50 και θα καταπέσει περίπου 10 λεπτά αργότερα. Ταυτοχρόνως (και ενώ δεν είχε γίνει ακόμα γνωστή η πτώση του ελικοπτέρου που προκάλεσε υπόνοιες κατάρριψής του από τις τουρκικές δυνάμεις) οι κ.κ. Σημίτης και Πάγκαλος αποδέχονται την αμερικανική πρόταση για τη συμφωνία απεμπλοκής. Ο Ρ. Χόλμπρουκ, σε επίσημες δηλώσεις του, τονίζει ότι η υποστολή της σημαίας αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του τριπτύχου «no ships - no troops - no flags», ενώ η κυβερνητική εκδοχή στην Αθήνα είναι ότι οι ελληνικές δυνάμεις «παίρνουν τη σημαία μαζί τους για να την προστατεύσουν από βεβήλωση»!
Η διπλωματική διολίσθηση
Αντί να απολογούνται, τα μέλη της τότε κυβέρνησης Σημίτη καυχώνται ότι το βράδυ των Ιμίων απέτρεψαν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, ενώ ο κ. Πάγκαλος έχει δηλώσει ότι στόχος του ήταν να αποτρέψει την τουρκική προσπάθεια συνολικής διαπραγμάτευσης για το Αιγαίο. Οι ισχυρισμοί τους ίσως φαίνονται καταρχήν αληθοφανείς και λογικοφανείς, αλλά στην πραγματικότητα είναι αναληθείς και αστήρικτοι για τους εξής λόγους:
- Πρώτον, αν και η τουρκική προβοκάτσια για κλιμάκωση ήταν πασιφανής, ο κ. Σημίτης ήταν ο μόνος που δεν την έβλεπε. Ο τότε πρωθυπουργός δεν ανέλαβε καμιά πρωτοβουλία συνεννόησης με την Άγκυρα ή παρέμβασης της Ουάσιγκτον και του ΝΑΤΟ για μια ολόκληρη εβδομάδα μέχρι την κορύφωση της κρίσης. Είχε τη δυνατότητα πολιτικών και διπλωματικών επαφών, αλλά δεν έπραξε τίποτα για να αποτρέψει τη σύγκρουση.
- Δεύτερον, το ενδεχόμενο «πολέμου» είχε προβληθεί, για πρώτη φορά, από την ίδια την κυβέρνηση Σημίτη! Ενώ τη Δευτέρα 29 Ιανουαρίου ο κ. Δ. Ρέππας είχε προετοιμάσει σχέδιο πρωθυπουργικής δήλωσης με την κρίσιμη φράση «η Ελλάδα είναι δύναμη σταθερότητας στην περιοχή», το τελικό κείμενο ανέφερε ότι «έχουμε όλα τα μέσα και θα τα χρησιμοποιήσουμε». Επομένως, ο ίδιος ο κ. Σημίτης, πιθανώς με σκοπό την ισχυροποίηση του πρωθυπουργικού προφίλ του, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την πιθανότητα χρήσης στρατιωτικών μέσων που ίσως οδηγούσε σε πόλεμο.
- Τρίτον, το επιχείρημα της αποφυγής μιας συνολικής διαπραγμάτευσης για το Αιγαίο αναιρείται από τις επόμενες κινήσεις των κ.κ. Σημίτη και Πάγκαλου. Μόλις τρεις μήνες μετά τη μοιραία νύχτα των Ιμίων, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών συναντάται με τον Τούρκο ομόλογό του Ε. Γκιονενσάι, στις 29 Απριλίου 1996, στο Βουκουρέστι. Σε εκείνη τη συνάντηση, η τουρκική πλευρά κάνει, για πρώτη φορά, λόγο για «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και αποστέλλει -εντέχνως γραμμένο- υπόμνημα στην ΕΕ, από το οποίο δεν προκύπτει απορριπτική ελληνική απάντηση. Δυστυχώς, για μακρύ χρονικό διάστημα μετά το τουρκικό υπόμνημα, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε απαντήσει στη «γκρίζα» ορολογία. Το έπραξε πολύ αργότερα και πολύ καθυστερημένα και μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι η Τουρκία δεν απέδιδε τοπικό χαρακτήρα στις «γκρίζες ζώνες» (μόνο στα Ίμια), αλλά νομική διάσταση (με εφαρμογή σε δεκάδες νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, που δεν αναφέρονται ρητώς στη Συνθήκη της Λοζάννης ή σε άλλες επίσημες συμφωνίες).
- Τέταρτον, τον Ιούλιο 1997, ο κ. Σημίτης συνυπογράφει με τον Τούρκο πρόεδρο Σ. Ντεμιρέλ την περίφημη Συμφωνία της Μαδρίτης. Μεταξύ άλλων, υπάρχουν αναφορές α) σε σεβασμό της κυριαρχίας των δύο χωρών, αλλά χωρίς η Τουρκία να αποδέχεται ρητώς τα υφιστάμενα σύνορα, β) σε σεβασμό των αρχών του διεθνούς δικαίου και διεθνών συμφωνιών, αλλά χωρίς η Άγκυρα να αποδέχεται επίλυση των όποιων διαφορών στο Αιγαίο με βάση το νέο Δίκαιο της Θάλασσας και γ) σε αναγνώριση των «νόμιμων, ζωτικών συμφερόντων» των δύο χωρών στο Αιγαίο, χωρίς η τότε κυβέρνηση να μεριμνήσει για την εξουδετέρωση της διασταλτικής ερμηνείας εκ μέρους της γειτονικής χώρας, η οποία έκτοτε επικαλείται ποικίλα πολιτικά και οικονομικά κριτήρια για τον ορισμό των «συμφερόντων» της.
- Πέμπτον, από το 2001 ώς το 2004 (κυβέρνηση Σημίτη) και από το 2009 ώς το 2011 (κυβέρνηση Παπανδρέου), η Ελλάδα και η Τουρκία, σε αλλεπάλληλους γύρους διερευνητικών επαφών, εξετάζουν μεθόδους λύσης του ζητήματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Αποτελεί, ωστόσο, κοινό μυστικό ότι εξετάζονται και η αυξομείωση του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων, όπως και μια σειρά άλλων θεμάτων που παραπέμπουν σε συνολική διαπραγμάτευση.
Η κρίση των Ιμίων αποτελεί, από το 1996 ώς σήμερα, διαρκή εφιάλτη όλων των ελληνικών κυβερνήσεων. Κι αν τα τελευταία χρόνια είχε παρατηρηθεί σχετική ύφεση στο Αιγαίο λόγω της τουρκικής ανάγκης επίδειξης ενός φιλοευρωπαϊκού προσωπείου, σταδιακά χάνεται κι αυτή η ελληνική ψευδαίσθηση καθώς η Άγκυρα απομακρύνεται από το στόχο ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στρέφεται προς ανατολάς.
Αλέξανδρος Τάρκας - BBC History Magazine, περιοδικό που κυκλοφόρησε μαζί με την εφημερίδα Δημοκρατία, τεύχος 8, Ιανουάριος 2012