(Ποίημα τὸ ὁποῖο θὰ περιλαμβάνεται σὲ συλλογή, ποὺ σκοπεύω νὰ τυπώσω)
Σὲ εἶδα, μακριά, πάλι ἐφάνης, ἀπόμακρη
Ἰδέα ἐρωτικὴ μὰ καὶ φθαρμένη, μιὰ
ἠχὼ,
φθόγγος ἀχνῆς ξεθυμασμένης ὀμορφιᾶς.
Γοφοὶ μυρωμένοι μὲ παρελθόν καὶ
πόθο.
Ἡλιάγγιχτοι βόστρυχοι ψιθύριζαν μυστικὰ
κι ἄκουγα κελαρυστὴ πρόγευση
παραδείσου.
Λουλούδια λέξεις, φιλιὰ μὲ φῶτα ἀναστάσιμα
Λίγο λίγο, λάνθανε ἡ φθορὰ θανατηφόρας
λήθης
Γέλασες, κοίταξες καὶ ρώτησες ἂν
πάω καλὰ.
Βλέμμα χαμηλωμένο, αὐλακωμέν´ ἀκρόχειλα
ρωγμὲς ἀλάβαστρου, δέρμα σαλπίζει
υποχώρηση
ἄγαλμα πανώριο ρημάζει ὁ φανατισμὸς
τοῦ χρόνου.
Ὄμορφή μου, θλιβερὴ υπόμνηση τοῦ
φευγαλέου,
ἐνσαρκωμένο προδωμένο χάδι, σκέψη
ἀσθμαίνουσα
Φεύγεις ξανὰ καὶ χάνεσαι καὶ πώς
σ´ απαθανατίζω;
Εἶσαι πιὰ τώρα ἰδέα ἄψογη, ἀνέγγιχτη
ἀπ' τὴν ἐποχή;
Εἶσαι αὐτό ποὺ περισώθηκε ἀπὸ τοῦ καιροῦ τὸ πέρασμα;
Τὶ νά'σαι πολύτιμό μου, σχεδόν
λησμονημένο μυστικό;
Ἀπέναντι περνά η αγάπη μου∙ τὴν κατατρώγει ο χρόνος