No space no
time∙ we'll catch the wind
Του Παναγιώτη Λιάκου
Ο χρόνος περνάει γρήγορα. Το μόνο παρήγορο είναι ότι δεν
ευθυνόμαστε εμείς για το πέρασμά του. Δική μας ευθύνη ο χειρισμός πτυχών του
αντικτύπου που έχει το πέρασμα του χρόνου στις ζωές μας. Για την ύστατη συνέπεια
του γυρίσματων των μυλοπετρών του καιρού, τον θάνατο, πάλι δεν φταίμε εμείς.
Συμβαίνει. Κάθε διαδρομή έχει την αφετηρία αλλά και την τελευταία στάση της.
Σύμφωνα με τα επίσημα ανακοινωθέντα, το 2019 σηματοδοτεί τον
τελευταίο σταθμό στην επέλαση των Manowar στο ταξίδι προς την επίγεια δόξα,
το τελευταίο αγώνισμα στον ευγενή στίβο της Τέχνης. Δεν αποκλείουν, ωστόσο, μια συνέχεια αλλά δεν την διευκρινίζουν κιόλας. Τα όσα έκαναν οι Manowar μέχρι τώρα
είναι γνωστά, υψηλόφρονα, εμπνευσμένα και ανεξίτηλα – σαν τις ρίγες της τίγρης,
που δεν ξεφάβουν… Θέμα του παρόντος είναι το έσχατο πέρασμά τους από την
Ελλάδα.
Παρακολούθησα ζωντανή εμφάνισή τους και το 1992. Ήταν 21
Νοεμβρίου, παραμονή των γενεθλίων μου, είχα πάρει άδεια από τον Στρατό για να τους
δω (στο ΣΕΦ) και έφυγα από τον χώρο κατενθουσιασμένος. Ο χρόνος δεν είχε
προλάβει ακόμα να αφήσει έντονα τα σημάδια του στην Τέχνη τους και η ορμή, η
έμπνευση και η εσωτερική πειθαρχία του συγκροτήματος σε έκαναν να υποθέσεις ότι
μόλις είχαν κυκλοφορήσει τον πρώτο δίσκο τους. Σημαντική «πινελιά» της τότε συναυλίας
ήταν όσα είχε πει ο Joey DeMaio για την ελληνικότητα της Μακεδονίας – η σχέση του με τον
πολιτισμό μας και η αγάπη του για την Ελλάδα δεν φαίνεται επιδερμική. Έχει
βάθος και περιεχόμενο.
Και η χθεσινή εμφάνισή τους δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον
κανόνα της υψηλής απόδοσης τους στα live. Εμφανίστηκαν στην ώρα τους, οι μετέχοντες του πολυθεάματος,
ντυμένοι σαν μεσαιωνικοί πολεμιστές, με το έμβλημα του συγκροτήματος στις ασπίδες,
πήραν τις θέσεις τους και το κοινό –που είχε κάθε πρόθεση να τους χειροκροτήσει-
τους αποθέωσε. Ξεκίνησαν με το ταυτοτικό τραγούδι τους, το Manowar, συνέχισαν με το