Στην μεγάλη φωτογραφία, μια σκηνή από τη «Δίκη», όπως την γύρισε ο Όρσον Ουέλς, με πρωταγωνιστή τον Άντονι Πέρκινς. Στη μικρή ένθετη ο Φραντς Κάφκα.
«Διαθέτουμε το λίγο μυαλό που χρειάζεται για να καταλάβουμε πως οι ανώτερες αρχές, τις οποίες υπηρετούμε, προτού διατάξουν μια σύλληψη, είναι πολύ καλά πληροφορημένες τόσο για τους λόγους που επιβάλλουν μια τέτοια ενέργεια, όσο και για την ταυτότητα του προσώπου που θα συλληφθεί. Δεν υπάρχει περίπτωση λάθους σ' αυτό το σημείο. Η υπηρεσία μας, όσο αφορά τουλάχιστον τις κατώτερες βαθμίδες της που μπορώ να ξέρω πώς λειτουργούν, δεν αναζητά με δική της πρωτοβουλία τους πολίτες με ένοχη συνείδηση, αλλά, όπως ορίζει ο νόμος, έλκεται από την ενοχή, και μόνο τότε στέλνει εμάς τους φύλακες». Φραντς Κάφκα, «Η Δίκη», έκδοση της «κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», σελ. 12
Υπάρχουν δύο τρόποι να αισθανθείς το δέος, την σύγχυση, το υπόγειο, ανεκδήλωτο, ανήμπορο και σταθερό μίσος κάθε ευσυνείδητου ανθρώπου απέναντι στην εξουσία. Ο πρώτος είναι να ζεις σε οποιοδήποτε οργανωμένο ή ανοργάνωτο κράτος. Ο δεύτερος είναι η ανάγνωση της «Δίκης» του Κάφκα. Ο τσεχοεβραίος συγγραφέας (1883-1924) δεν ήθελε να μείνει κανένα δικό του γραπτό διαθέσιμο στο κοινό έπειτα από το πέρας της σύντομης ζωής του. Ευτυχώς, ο φίλος του Μαξ Μπροντ (1886-1968) αντιμετώπισε «αντάρτικα» τη θέληση του Κάφκα, να παραδοθούν στο πυρ ή στο πολτοποιητικό μηχάνημα τα έργα, οι σημειώσεις και η αλληλογραφία του έπειτα από τον αναμενόμενο θάνατό του από φυματίωση. Ο Μπροντ όχι μόνο δεν
έκαψε ή πολτοποίησε ή οδήγησε σε αφανισμό μέσω της μη επανέκδοσης τα έργα του Κάφκα αλλά αποτέλεσε τον «απόστολό» του στην παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα. Μια από τις κληρονομιές που απολαμβάνουμε λόγω του πείσματος αυτού του ανθρώπου είναι και η περίφημη «Δίκη».
Καθολική ενοχή
Σ' αυτό το «δυστοπικό» μυθιστόρημα. Ο Γιόζεφ Κ. (δεν αναφέρεται ποτέ ολόκληρο το επίθετο του κεντρικού ήρωα) συλλαμβάνεται χωρίς να του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες. Ο ίδιος προσπαθεί να εντοπίσει που έφταιξε, ποια είναι η αμαρτία, το σφάλμα, το ατόπημα που τον οδήγησε στην γκρίζα αίθουσα της ψυχρής αίθουσας του δικαστηρίου (μια αίθουσα που... κρύβεται παντού και εμφανίζεται από το πουθενά). Όλος ο κύκλος των γνωριμιών του μετατρέπεται σε πιθανό μάρτυρα κατηγορίας ενώ η αδικοπραξία του, ούσα αόριστη, καθίσταται σταδιακά καθολική. Αφού καμία κατηγορία δεν είναι συγκεκριμένη η ενοχή είναι απόλυτη, διαχέεται στα πάντα. Στην σκέψη του Κ., τα αισθήματά του, τις προτιμήσεις και τα σχόλιά του, στην αντίληψη που έχουν οι άλλοι για εκείνον. Ως υποτιθέμενοι αρωγοί στην «ελάφρυνση της θέσης» του εκ προοιμίου καταδικασμένου έρχονται ένας ζωγράφος και ένας ιερέας. Η Τέχνη και η Θρησκεία, δηλαδή. Δεν κατορθώνουν τίποτε ουσιαστικό. Ο αργός, σαδιστικός και ανόητος ρυθμός της κρατικής μηχανής που αλέθει ανθρώπους δεν ανακόπτεται στο ελάχιστο!
Έλληνες, Χάος, Έρως
Η εξουσία, μια άμορφη συντριπτική δύναμη, που εκδηλώνεται με απροσδιόριστο σκεπτικό και αφόρητο τρόπο, λαμβάνει διαστάσεις μεταφυσικές. Ένας κανονικός δαίμονας που έχει καταλάβει τον χωροχρόνο και το μόνο που τον νοιάζει είναι η διαιώνιση της απαίσιας ύπαρξής του και η διασπορά της ενοχής. Η ύπαρξη είναι επίμεμπτη για όλους όσοι δεν εξουσιάζουν. Όσοι εξουσιάζουν, όσοι βρίσκονται κάτω από τις μέλαινες πτέρυγες της δυνάμεως, χάνουν την προσωπικότητά τους αλλά κερδίζουν πιθανότητα παράτασης της ακύμαντης ημιζωής τους και μια κάποια απόλαυση από τη διάλυση του βίου συνηθισμένων, βαρετών ανθρώπων όπως ο κύριος Κ. Στο τέλος, το σύνολο της κοινωνίας χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Οι κατηγορούμενοι και οι κατήγοροι. Στους κατηγόρους περιλαμβάνονται και οι «πρόθυμοι» να συνεργαστούν με τις αρχές. Δεν είναι λίγοι στον αριθμό, αλλά παραμένουν λίγοι ως ηθικά αναστήματα. Αν ζούσε σήμερα ο Κάφκα και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα στην πατρίδα μας, μπορεί να έδινε εντολή στον φίλο του να μην κάψει τη «Δίκη». Θα διαπίστωνε ότι εξέφρασε με το κείμενό του έναν παράξενο λαό. Οι Έλληνες, εδώ και χρόνια, ακολουθούν τα βήματα του άμοιρου Γιόζεφ Κ. Κατηγορούνται. Δεν ξέρουν ακριβώς ποιος κινεί τα νήματα της διαδικασίας σε βάρος τους. Απλά αισθάνονται τον βρόγχο σιγά-σιγά να σφίγγει γύρω από τον τράχηλό τους και μαθαίνουν έκπληκτοι τα πλήθη των υπαλλήλων του δικαστηρίου, που σκοπεύει να εκδώσει την ετυμηγορία της εσχάτης των ποινών σε βάρος τους. Ωστόσο, οι Γιόζεφ Κ. που μιλάνε και νιώθουν ελληνικά έχουν μία ιδιαιτερότητα. Αν εξεταστούν διαχρονικά και ψυχρά, θα συναχθεί το συμπέρασμα ότι βρίσκουν τρόπο και ξεγλιστρούν από την εξουσία. Ίσως επειδή η θεογονία τους ξεκινά με τα παιχνιδίσματα του Χάους και του Έρωτα. Δύο δομικά στοιχεία του σύμπαντος, που μπορούν να φέρουν τον Γιόζεφ Κ. μακριά από το μαχαίρι των δημίων του.
«Διαθέτουμε το λίγο μυαλό που χρειάζεται για να καταλάβουμε πως οι ανώτερες αρχές, τις οποίες υπηρετούμε, προτού διατάξουν μια σύλληψη, είναι πολύ καλά πληροφορημένες τόσο για τους λόγους που επιβάλλουν μια τέτοια ενέργεια, όσο και για την ταυτότητα του προσώπου που θα συλληφθεί. Δεν υπάρχει περίπτωση λάθους σ' αυτό το σημείο. Η υπηρεσία μας, όσο αφορά τουλάχιστον τις κατώτερες βαθμίδες της που μπορώ να ξέρω πώς λειτουργούν, δεν αναζητά με δική της πρωτοβουλία τους πολίτες με ένοχη συνείδηση, αλλά, όπως ορίζει ο νόμος, έλκεται από την ενοχή, και μόνο τότε στέλνει εμάς τους φύλακες». Φραντς Κάφκα, «Η Δίκη», έκδοση της «κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», σελ. 12
Υπάρχουν δύο τρόποι να αισθανθείς το δέος, την σύγχυση, το υπόγειο, ανεκδήλωτο, ανήμπορο και σταθερό μίσος κάθε ευσυνείδητου ανθρώπου απέναντι στην εξουσία. Ο πρώτος είναι να ζεις σε οποιοδήποτε οργανωμένο ή ανοργάνωτο κράτος. Ο δεύτερος είναι η ανάγνωση της «Δίκης» του Κάφκα. Ο τσεχοεβραίος συγγραφέας (1883-1924) δεν ήθελε να μείνει κανένα δικό του γραπτό διαθέσιμο στο κοινό έπειτα από το πέρας της σύντομης ζωής του. Ευτυχώς, ο φίλος του Μαξ Μπροντ (1886-1968) αντιμετώπισε «αντάρτικα» τη θέληση του Κάφκα, να παραδοθούν στο πυρ ή στο πολτοποιητικό μηχάνημα τα έργα, οι σημειώσεις και η αλληλογραφία του έπειτα από τον αναμενόμενο θάνατό του από φυματίωση. Ο Μπροντ όχι μόνο δεν
έκαψε ή πολτοποίησε ή οδήγησε σε αφανισμό μέσω της μη επανέκδοσης τα έργα του Κάφκα αλλά αποτέλεσε τον «απόστολό» του στην παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα. Μια από τις κληρονομιές που απολαμβάνουμε λόγω του πείσματος αυτού του ανθρώπου είναι και η περίφημη «Δίκη».
Καθολική ενοχή
Σ' αυτό το «δυστοπικό» μυθιστόρημα. Ο Γιόζεφ Κ. (δεν αναφέρεται ποτέ ολόκληρο το επίθετο του κεντρικού ήρωα) συλλαμβάνεται χωρίς να του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες. Ο ίδιος προσπαθεί να εντοπίσει που έφταιξε, ποια είναι η αμαρτία, το σφάλμα, το ατόπημα που τον οδήγησε στην γκρίζα αίθουσα της ψυχρής αίθουσας του δικαστηρίου (μια αίθουσα που... κρύβεται παντού και εμφανίζεται από το πουθενά). Όλος ο κύκλος των γνωριμιών του μετατρέπεται σε πιθανό μάρτυρα κατηγορίας ενώ η αδικοπραξία του, ούσα αόριστη, καθίσταται σταδιακά καθολική. Αφού καμία κατηγορία δεν είναι συγκεκριμένη η ενοχή είναι απόλυτη, διαχέεται στα πάντα. Στην σκέψη του Κ., τα αισθήματά του, τις προτιμήσεις και τα σχόλιά του, στην αντίληψη που έχουν οι άλλοι για εκείνον. Ως υποτιθέμενοι αρωγοί στην «ελάφρυνση της θέσης» του εκ προοιμίου καταδικασμένου έρχονται ένας ζωγράφος και ένας ιερέας. Η Τέχνη και η Θρησκεία, δηλαδή. Δεν κατορθώνουν τίποτε ουσιαστικό. Ο αργός, σαδιστικός και ανόητος ρυθμός της κρατικής μηχανής που αλέθει ανθρώπους δεν ανακόπτεται στο ελάχιστο!
Έλληνες, Χάος, Έρως
Η εξουσία, μια άμορφη συντριπτική δύναμη, που εκδηλώνεται με απροσδιόριστο σκεπτικό και αφόρητο τρόπο, λαμβάνει διαστάσεις μεταφυσικές. Ένας κανονικός δαίμονας που έχει καταλάβει τον χωροχρόνο και το μόνο που τον νοιάζει είναι η διαιώνιση της απαίσιας ύπαρξής του και η διασπορά της ενοχής. Η ύπαρξη είναι επίμεμπτη για όλους όσοι δεν εξουσιάζουν. Όσοι εξουσιάζουν, όσοι βρίσκονται κάτω από τις μέλαινες πτέρυγες της δυνάμεως, χάνουν την προσωπικότητά τους αλλά κερδίζουν πιθανότητα παράτασης της ακύμαντης ημιζωής τους και μια κάποια απόλαυση από τη διάλυση του βίου συνηθισμένων, βαρετών ανθρώπων όπως ο κύριος Κ. Στο τέλος, το σύνολο της κοινωνίας χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Οι κατηγορούμενοι και οι κατήγοροι. Στους κατηγόρους περιλαμβάνονται και οι «πρόθυμοι» να συνεργαστούν με τις αρχές. Δεν είναι λίγοι στον αριθμό, αλλά παραμένουν λίγοι ως ηθικά αναστήματα. Αν ζούσε σήμερα ο Κάφκα και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα στην πατρίδα μας, μπορεί να έδινε εντολή στον φίλο του να μην κάψει τη «Δίκη». Θα διαπίστωνε ότι εξέφρασε με το κείμενό του έναν παράξενο λαό. Οι Έλληνες, εδώ και χρόνια, ακολουθούν τα βήματα του άμοιρου Γιόζεφ Κ. Κατηγορούνται. Δεν ξέρουν ακριβώς ποιος κινεί τα νήματα της διαδικασίας σε βάρος τους. Απλά αισθάνονται τον βρόγχο σιγά-σιγά να σφίγγει γύρω από τον τράχηλό τους και μαθαίνουν έκπληκτοι τα πλήθη των υπαλλήλων του δικαστηρίου, που σκοπεύει να εκδώσει την ετυμηγορία της εσχάτης των ποινών σε βάρος τους. Ωστόσο, οι Γιόζεφ Κ. που μιλάνε και νιώθουν ελληνικά έχουν μία ιδιαιτερότητα. Αν εξεταστούν διαχρονικά και ψυχρά, θα συναχθεί το συμπέρασμα ότι βρίσκουν τρόπο και ξεγλιστρούν από την εξουσία. Ίσως επειδή η θεογονία τους ξεκινά με τα παιχνιδίσματα του Χάους και του Έρωτα. Δύο δομικά στοιχεία του σύμπαντος, που μπορούν να φέρουν τον Γιόζεφ Κ. μακριά από το μαχαίρι των δημίων του.
1 σχόλιο:
Κατά τον Adler (ο 3ος μεγάλος σύγχρονος των Jung & Freud ψυχολόγος) υποστήριζε ότι ο ερως/αγάπη είναι η άλλη όψη του νομίσματος της εξουσίας. Με άλλα λόγια όσοι αγαπούν την εξουσία δεν μπορούν /δεν θέλουν ή και τα δύο μαζί να αγαπήσουν. Εαν ,σύμφωνα με την Θεογονία , είμαστε παιδιά του Ερωτα μήπως γι αυτό δεν υπακούμε σε καμμιά εξουσία; Οσο για το Χάος , μαθηματικά σημαίνει το μη δυνάμενο να προβλεφθεί....
Δημοσίευση σχολίου