Το κείμενο που ακολουθεί είναι φόρος τιμής στον ματαιωμένο εραστή - αστυνομικό της ΔΙ.ΑΣ., που αυτοκτόνησε πάνω στο ζεϊμπέκικο. Η πράξη του δεν είναι προς μίμηση αλλά αναμφιβόλως χαρακτηρίζεται από υψηλή αισθητική διότι διακρίνεται για την απόλυτη αυθεντικότητά της. Είναι πηγαία. Η κατάσταση στην οποία διεπράχθη είναι απελπισμένη, ρυπαρή, ισοπεδωμένη. Η εικόνα με τους καπνούς από τα τσιγάρα, το κοινό που κορυβαντιεί σε κατάσταση μέθης, ο μικροαστικός διονυσιασμός της παρατημένης πόλης, τα θολωμένα μάτια από τα δάκρυα και την τοξίνωση του φτηνού αλκοόλ, τα ζαλισμένα βήματα του τελευταίου ζεϊμπέκικου, η νύχτα που
ξερνάει τις ώρες μηχανικά και οι θαμώνες που ηττώνται από την εξάντληση των δυνάμεών τους, παραδομένοι όλοι άνευ όρων στο ασυγκράτητο θυμικό τους, όλα ανήκουν σ' ένα σπουδαίο τεχνούργημα που βάφτηκε με αίμα. Ο άνδρας, ως φύσει καλλιτεχνικό ον, αποθεώνει τον έρωτα και εκτείνει την ακρότητά του μέχρι τον Άδη μόνο αν είναι τεμπέλης. Εννοώ το εξής: το να ερωτευτείς κάποιαν και να απογειώσεις την αξία της μέχρι τα νέφη του απολύτου, ιδεατού αισθήματος είναι το ευκολότερο έργο Τέχνης που μπορείς να παράξεις. Τα υπόλοιπα θέλουν κόπο και χρόνο και αφοσίωση. Όμως, το να σκαλίζεις στο νου σου την Αφροδίτη της Μήλου όταν η πρώτη ύλη σου είναι μια κοπελίτσα που εξελίσσεται σε κυριούλα και θείτσα είναι παιχνιδάκι. Απλά κάθεσαι και ονειροπολείς την ένσαρκη ουτοπία σου. Κι έπειτα, ο νωθρός δημιουργός μαγεύεται από το υπέροχο έργο του νου του (που δεν το αποτύπωσε ο βλαξ σε κάνα κομμάτι χαρτί, σε νότες, σε πίνακα, σε γλυπτό να μείνει αιώνιο το όνομά του) και δεν μπορεί να ξεκολλήσει. Ταυτίστηκε με το άριστο που έπλασε και θεωρεί ότι τίποτε δεν αξίζει σαν αυτό το κρυφοκοίταγμα στο θείο. Αγνοεί ο τεμπελάκος ερωτευμένος καλλιτέχνης ότι τούτο το απόλυτο που τον μάγεψε είναι μια επιπλέον όψη του εαυτού του. Κρίμα που ο αυτόχειρας δεν είχε έναν φίλο να του πει πόσο πολύ άξιζε να ζήσει ακόμα και πόσους πολλούς ανθρώπους θα μπορούσε να ευνοήσει.
ξερνάει τις ώρες μηχανικά και οι θαμώνες που ηττώνται από την εξάντληση των δυνάμεών τους, παραδομένοι όλοι άνευ όρων στο ασυγκράτητο θυμικό τους, όλα ανήκουν σ' ένα σπουδαίο τεχνούργημα που βάφτηκε με αίμα. Ο άνδρας, ως φύσει καλλιτεχνικό ον, αποθεώνει τον έρωτα και εκτείνει την ακρότητά του μέχρι τον Άδη μόνο αν είναι τεμπέλης. Εννοώ το εξής: το να ερωτευτείς κάποιαν και να απογειώσεις την αξία της μέχρι τα νέφη του απολύτου, ιδεατού αισθήματος είναι το ευκολότερο έργο Τέχνης που μπορείς να παράξεις. Τα υπόλοιπα θέλουν κόπο και χρόνο και αφοσίωση. Όμως, το να σκαλίζεις στο νου σου την Αφροδίτη της Μήλου όταν η πρώτη ύλη σου είναι μια κοπελίτσα που εξελίσσεται σε κυριούλα και θείτσα είναι παιχνιδάκι. Απλά κάθεσαι και ονειροπολείς την ένσαρκη ουτοπία σου. Κι έπειτα, ο νωθρός δημιουργός μαγεύεται από το υπέροχο έργο του νου του (που δεν το αποτύπωσε ο βλαξ σε κάνα κομμάτι χαρτί, σε νότες, σε πίνακα, σε γλυπτό να μείνει αιώνιο το όνομά του) και δεν μπορεί να ξεκολλήσει. Ταυτίστηκε με το άριστο που έπλασε και θεωρεί ότι τίποτε δεν αξίζει σαν αυτό το κρυφοκοίταγμα στο θείο. Αγνοεί ο τεμπελάκος ερωτευμένος καλλιτέχνης ότι τούτο το απόλυτο που τον μάγεψε είναι μια επιπλέον όψη του εαυτού του. Κρίμα που ο αυτόχειρας δεν είχε έναν φίλο να του πει πόσο πολύ άξιζε να ζήσει ακόμα και πόσους πολλούς ανθρώπους θα μπορούσε να ευνοήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου