Μια καλή συμβουλή για την κατανόηση του χρόνου, όπως τον αποδίδει ο Ηράκλειτος, είναι να δούμε, να παρατηρήσουμε ένα παιδί να παίζει
«Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη». Ο αιώνας είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς· του παιδιού η βασιλεία.
Ηράκλειτος, απόσπασμα 52 (H. Diels and W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, vol. 1, 6th ed., Berlin: Weidmann, 1951: 150-182).
«Πέρασε ακόμα ένας χρόνος». Μια κλισέ διατύπωση σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία. Αναπολήσεις, αναλύσεις, εκτιμήσεις για ό,τι έφυγε. Ευχές, φόβοι, προσδοκίες για εκείνο που έρχεται κατά δω. Κι όλα έωλα. Εφυγε ό,τι δείχνει ότι έφυγε;
Στ' αλήθεια πλησιάζει αυτό που φαντάζει ότι έρχεται προς το μέρος μας; Κι ο χρόνος είναι χρόνος; Υπάρχει αυτή η διάσταση ή μήπως, όπως ισχυρίζεται μερίδα επιστημόνων, ο χρόνος είναι μια διακύμανση του χώρου;
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι διακριτά ή μια ενότητα; Ολος αυτός ο χείμαρρος των δευτερολέπτων, των ημερών και των μικρών και μεγάλων ενιαυτών είναι μήπως μια στιγμή, την οποία εμείς οι πεπερασμένοι, οι φευγαλέοι (οι «ίσκιοι των ονείρων», όπως λέει ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικό του) βιώνουμε σαν κάτι μικρό όταν περνάμε καλά και σαν ατέλειωτο όταν η ψυχική και η σωματική αλγηδόνα επιμηκύνουν τις στιγμές στη νιοστή δύναμή τους; Τις απαντήσεις σε όλα θα μας τις δώσει το μικρό παιδί που παίζει με τους πεσσούς του, αδιάφορο για οτιδήποτε άλλο εκτός από το παίγνιο. Αυτό το παιδί, που είδε ο Ηράκλειτος να παίζει και όλοι μας γνωρίζουμε ότι έχει εξουσία πάνω μας, είναι ένα από τα κλειδιά που ανοίγουν τις πύλες του νοήματος του βίου.
Να καταλάβουμε τι θέλει να πει ο... ποιητής είναι λιγάκι δύσκολο. Ακόμα ερίζουν οι «ειδικοί» (ειδικός είναι αυτός που δεν μπορεί να δημιουργήσει, αλλά μόνο να κρίνει τις δημιουργίες άλλων) για τον συμβολισμό της
ταύτισης του πρεσβύτατου αιώνα με το παιχνιδιάρικο παιδί που εξουσιάζει.
Μια καλή συμβουλή για την κατανόηση του χρόνου, όπως τον αποδίδει ο Ηράκλειτος, είναι να δούμε, να παρατηρήσουμε ένα παιδί να παίζει. Επιπλέον, ακόμα καλύτερο από το να δούμε ένα άλλο παιδί να παίζει είναι να αντικρίσουμε με τα μάτια του νου, ο οποίος ανακαλεί μνήμες, τους εαυτούς μας σε παιδική ηλικία να παίζουν. Ποιο σημάδι αφήνει στη συνείδησή μας αυτή η εικόνα; Σε αυτό το εικονομήνυμα είναι και η ισχύς, η αληθινή εξουσία.
Τα παιδία παίζει και η γεύση από την εξέλιξη του παιγνίου μένει για το τέλος. Η έσχατη έκβαση χρωματίζει όλα τα προηγούμενα. Τα στερνά κρίνουν τα πρώτα.
Στον Ηρόδοτο γίνεται ένας διάλογος για το ταχύ πέρασμα του ανθρώπου από την αισθητή ύπαρξη στο Επέκεινα. Αυτοί που ανταλλάσσουν σκέψεις και μοιράζονται τα πικρά αισθήματά τους για τον βραχύ και, κατά ορισμένα φαινόμενα, μάταιο βίο των ανθρώπων είναι ο Ξέρξης και ο θείος του Αρτάβανος. Μετά το γεφύρωμα του Ελλησπόντου και το μανικό ξέσπασμα της βούλησης του Ξέρξη να φανεί ανώτερος της ίδιας της φύσης, η καταλαγή των συναισθημάτων συνοδεύτηκε με δάκρυα. Ο μέγας βασιλέας της αχανούς επικράτειας επιθεώρησε από ψηλά τις μυριάδες των στρατιωτών του και, αντί το μάτι να χορτάσει με ύλη, άδειασε η ψυχή του. Λιγοψύχησε μπροστά στον αδηφάγο χρόνο και έμπηξε τα κλάματα, αναλογιζόμενος ότι κανείς απ' όσους παρατηρούσε δεν θα ζούσε μετά το πέρασμα εκατό ετών από εκείνη τη στιγμή. Ο Αρτάβανος, με την απάντησή του (Ιστορία 7, «Πολύμνια», 46. σ.σ. 95-97, εκδόσεις Κάκτος), έδειξε πώς η ανθρώπινη διάνοια μπορεί, υπό μία έννοια, να νικήσει και αυτό που φαντάζει αήττητο: «Μολονότι η ζωή είναι σύντομη, δεν υπάρχει ούτε ένας άντρας στον κόσμο, εδώ ή οπουδήποτε, που είναι αρκετά ευτυχισμένος, ώστε να μην έχει ευχηθεί -κι όχι μία, αλλά δεκάδες φορές- να πεθάνει. Υπάρχουν προβλήματα, αρρώστιες - κι όλα αυτά κάνουν τη ζωή, παρά τη συντομία της, να μας φαίνεται ανυπόφορα μακρά. Κι είναι τόσο βαρύ το φορτίο της, ώστε ο θάνατος είναι ένα καταφύγιο που όλοι μας αποζητάμε· εξάλλου, όλοι ξέρουν ότι ο θεός, που μας έδωσε μια γεύση από τη γλύκα αυτού του κόσμου, στάθηκε πολύ φθονερός».
Η εξοικείωση με το αναπόφευκτο και -πάνω απ' όλα- η θέλησή μας να αποδείξουμε ότι μπορούμε και θέλουμε να ζήσουμε πριν από τον θάνατο είναι η μεγάλη κληρονομιά που αφήνουν σε όλους μας η επίγνωση της ύπαρξης και η αποδοχή του γεγονότος ότι τα σύνορα νοηματοδοτούν την επικράτεια, η τελεία του τέλους προσδιορίζει την αξία του κειμένου και την ανάγκη για μια νέα αρχή.
«Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη». Ο αιώνας είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς· του παιδιού η βασιλεία.
Ηράκλειτος, απόσπασμα 52 (H. Diels and W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, vol. 1, 6th ed., Berlin: Weidmann, 1951: 150-182).
«Πέρασε ακόμα ένας χρόνος». Μια κλισέ διατύπωση σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία. Αναπολήσεις, αναλύσεις, εκτιμήσεις για ό,τι έφυγε. Ευχές, φόβοι, προσδοκίες για εκείνο που έρχεται κατά δω. Κι όλα έωλα. Εφυγε ό,τι δείχνει ότι έφυγε;
Στ' αλήθεια πλησιάζει αυτό που φαντάζει ότι έρχεται προς το μέρος μας; Κι ο χρόνος είναι χρόνος; Υπάρχει αυτή η διάσταση ή μήπως, όπως ισχυρίζεται μερίδα επιστημόνων, ο χρόνος είναι μια διακύμανση του χώρου;
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι διακριτά ή μια ενότητα; Ολος αυτός ο χείμαρρος των δευτερολέπτων, των ημερών και των μικρών και μεγάλων ενιαυτών είναι μήπως μια στιγμή, την οποία εμείς οι πεπερασμένοι, οι φευγαλέοι (οι «ίσκιοι των ονείρων», όπως λέει ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικό του) βιώνουμε σαν κάτι μικρό όταν περνάμε καλά και σαν ατέλειωτο όταν η ψυχική και η σωματική αλγηδόνα επιμηκύνουν τις στιγμές στη νιοστή δύναμή τους; Τις απαντήσεις σε όλα θα μας τις δώσει το μικρό παιδί που παίζει με τους πεσσούς του, αδιάφορο για οτιδήποτε άλλο εκτός από το παίγνιο. Αυτό το παιδί, που είδε ο Ηράκλειτος να παίζει και όλοι μας γνωρίζουμε ότι έχει εξουσία πάνω μας, είναι ένα από τα κλειδιά που ανοίγουν τις πύλες του νοήματος του βίου.
Να καταλάβουμε τι θέλει να πει ο... ποιητής είναι λιγάκι δύσκολο. Ακόμα ερίζουν οι «ειδικοί» (ειδικός είναι αυτός που δεν μπορεί να δημιουργήσει, αλλά μόνο να κρίνει τις δημιουργίες άλλων) για τον συμβολισμό της
ταύτισης του πρεσβύτατου αιώνα με το παιχνιδιάρικο παιδί που εξουσιάζει.
Μια καλή συμβουλή για την κατανόηση του χρόνου, όπως τον αποδίδει ο Ηράκλειτος, είναι να δούμε, να παρατηρήσουμε ένα παιδί να παίζει. Επιπλέον, ακόμα καλύτερο από το να δούμε ένα άλλο παιδί να παίζει είναι να αντικρίσουμε με τα μάτια του νου, ο οποίος ανακαλεί μνήμες, τους εαυτούς μας σε παιδική ηλικία να παίζουν. Ποιο σημάδι αφήνει στη συνείδησή μας αυτή η εικόνα; Σε αυτό το εικονομήνυμα είναι και η ισχύς, η αληθινή εξουσία.
Τα παιδία παίζει και η γεύση από την εξέλιξη του παιγνίου μένει για το τέλος. Η έσχατη έκβαση χρωματίζει όλα τα προηγούμενα. Τα στερνά κρίνουν τα πρώτα.
Στον Ηρόδοτο γίνεται ένας διάλογος για το ταχύ πέρασμα του ανθρώπου από την αισθητή ύπαρξη στο Επέκεινα. Αυτοί που ανταλλάσσουν σκέψεις και μοιράζονται τα πικρά αισθήματά τους για τον βραχύ και, κατά ορισμένα φαινόμενα, μάταιο βίο των ανθρώπων είναι ο Ξέρξης και ο θείος του Αρτάβανος. Μετά το γεφύρωμα του Ελλησπόντου και το μανικό ξέσπασμα της βούλησης του Ξέρξη να φανεί ανώτερος της ίδιας της φύσης, η καταλαγή των συναισθημάτων συνοδεύτηκε με δάκρυα. Ο μέγας βασιλέας της αχανούς επικράτειας επιθεώρησε από ψηλά τις μυριάδες των στρατιωτών του και, αντί το μάτι να χορτάσει με ύλη, άδειασε η ψυχή του. Λιγοψύχησε μπροστά στον αδηφάγο χρόνο και έμπηξε τα κλάματα, αναλογιζόμενος ότι κανείς απ' όσους παρατηρούσε δεν θα ζούσε μετά το πέρασμα εκατό ετών από εκείνη τη στιγμή. Ο Αρτάβανος, με την απάντησή του (Ιστορία 7, «Πολύμνια», 46. σ.σ. 95-97, εκδόσεις Κάκτος), έδειξε πώς η ανθρώπινη διάνοια μπορεί, υπό μία έννοια, να νικήσει και αυτό που φαντάζει αήττητο: «Μολονότι η ζωή είναι σύντομη, δεν υπάρχει ούτε ένας άντρας στον κόσμο, εδώ ή οπουδήποτε, που είναι αρκετά ευτυχισμένος, ώστε να μην έχει ευχηθεί -κι όχι μία, αλλά δεκάδες φορές- να πεθάνει. Υπάρχουν προβλήματα, αρρώστιες - κι όλα αυτά κάνουν τη ζωή, παρά τη συντομία της, να μας φαίνεται ανυπόφορα μακρά. Κι είναι τόσο βαρύ το φορτίο της, ώστε ο θάνατος είναι ένα καταφύγιο που όλοι μας αποζητάμε· εξάλλου, όλοι ξέρουν ότι ο θεός, που μας έδωσε μια γεύση από τη γλύκα αυτού του κόσμου, στάθηκε πολύ φθονερός».
Η εξοικείωση με το αναπόφευκτο και -πάνω απ' όλα- η θέλησή μας να αποδείξουμε ότι μπορούμε και θέλουμε να ζήσουμε πριν από τον θάνατο είναι η μεγάλη κληρονομιά που αφήνουν σε όλους μας η επίγνωση της ύπαρξης και η αποδοχή του γεγονότος ότι τα σύνορα νοηματοδοτούν την επικράτεια, η τελεία του τέλους προσδιορίζει την αξία του κειμένου και την ανάγκη για μια νέα αρχή.
1 σχόλιο:
Το φως που εχεις μεσα σου φιλε μου Παναγιωτη ειναι σαν τα αρωματα που ξαφνιαζουν τις αισθησεις μας.Υπεροχα τα οσα γραφεις χαρισματικε μου φιλε.Δημητρης.
Δημοσίευση σχολίου