«Ἡ Τελική Κρίση». Πίνακας τοῦ Φλαμανδοῦ ζωγράφου Frans Floris (1517– 1570). |
«Καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται ῥομφαία ὀξεῖα δίστομος, ἵνα ἐν αὐτῇ πατάσσῃ τὰ ἔθνη· καὶ αὐτὸς ποιμανεῖ αὐτοὺς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ· καὶ αὐτὸς πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος. Καὶ ἔχει ἐπὶ τὸ ἱμάτιον καὶ ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον, βασιλεὺς βασιλέ ων καὶ κύριος κυρίων».
«Καί ἀπό τό στόμα τοῦ ἐξέρχεται λόγος σάν δίκοπο κοφτερό μαχαίρι, γιά νά χτυπήσει μέ τήν δύναμιν τοῦ προστάγματός του τά ἔθνη. Καί αὐτός θά ποιμάνῃ τούς λαούς μέ σιδερένια ράβδον. Καί αὐτός πατᾶ τό πατητήρι πού παράγει τό κρασί ἀπό τό θυμό τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορα. Καί ἐπάνω στό ἔνδυμά του, στό μέρος ὅπου αὐτό καλύπτει τόν μηρό του, εἶναι γραμμένο τό ὄνομα "Βασιλεύς βασιλέων καί Κύριος κυρίων"».
Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ. 19, στ. 15-16
Τό «κινοῦν ἀκίνητον», ὁ ἀριστοτέλειος Θεός, διοικεῖ τό σύμπαν μέ τόν μοναδικό διαθέσιμο τρόπο: διά τοῦ κινήτρου. Πρίν τή ζωή ὑπάρχει κίνηση καί αὐτή κατευθύνει πρός τό ἕνα ἤ τό ἄλλο σημεῖο. Ἡ ἴδια ἡ ἔννοια, ἡ οὐσία τοῦ κινήτρου μέ τά δικά μας τά πεπερασμένα ἀναλυτικά ἐργαλεῖα, μεταφράζεται ὡς
ἀμοιβή καί τιμωρία.
Ἄν «προσγειώσουμε» τίς ἰδέες σέ ἀκόμα χαμηλότερο ὕψος ὥστε νά δυνάμεθα νά τίς προσεγγίσουμε ὅσοι βρισκόμαστε στά πεδία τῆς ὕλης, θά διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἐξουσίες καί εὐθύνες, ἀναπόφευκτα, ἐπιβραβεύουν τό καλό, ἐνθαρρύνουν τό θετικό καί τιμωροῦν τό κακό γιά νά ἀποθαρρύνουν τή διαιώνισή του.
Θά ἦταν παράδοξο ὁ Θεός νά μήν εἶναι τιμωρός, να ἀντιμετωπίζει ἰσότιμα τό καλό καί τό κακό, νά θεωρεῖ ἐξίσου ἀποδεκτή τήν ἐναρμόνιση μέ τόν νόμο Του καί τήν παραβίαση ὅλων τῶν ἐντολῶν Του. Εἶναι τιμωρός ὁ Θεός, γιατί ὁ ἴδιος δέν θέλει καί δέν μπορεῖ νά παραβιάσει τούς νόμους πού θέσπισε. Ἄν δέν κόλαζε τήν ἠθελημένη ἀλλά καί τήν ἀθέλητη ἀβλεψία, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε ἕνας λόγος νά παραμείνει σέ ἰσορροπία ὁ κόσμος. Ἡ ποινή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἄσκηση πίεσης γιά τήν ἐπιστροφή ἐντός τῶν ὁρίων πού θεσπίζει ὁ Λόγος.
Ἡ ἀνθρώπινη τάξη τῶν πραγμάτων στά πολλά πού τή χαρακτηρίζουν περιλαμβάνει καί τή διάχυση τῶν ἀρετῶν ἀλλά καί τῶν κακῶν τοῦ ἡγέτη στήν πόλη. Το ἦθος τοῦ ἀρχηγοῦ διαποτίζει τόν λαό, ἡ ἀνηθικότητά του εἰσδύει στίς συνειδήσεις τῶν προσώπων, οἱ ἀρετές τοῦ ἀνυψώνουν τούς πολλούς καί οἱ πτώσεις του συμπαρασύρουν τό σύνολο.
Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅπου ἡ θρησκεία εἶχε σαφή ἡλιακά χαρακτηριστικά, ἡ κοινωνία ἀκολουθοῦσε τόν ἡγέτη ἀφοῦ ελκόταν ἀπό αὐτόν. Ὅποτε ἀποδεικνυόταν εὐσεβής, ἱκανός, ἀγαθός καί ὑψηλόφρων, ἡ πόλις ἄκμαζε. Ὅταν βυθιζόταν στόν βοῦρκο τῆς ἀνομίας καί προκαλεῖτο ἄγος, ὁ λαός ἀλλά καί τό φυσικό περιβάλλον καί τό ζωικό βασίλειο ὑπέφεραν.
Στόν «Οἰδίποδα Τύραννο» τοῦ Σοφοκλέους τό κουβάρι τοῦ μυστηρίου τῆς δολοφονίας τοῦ βασιλιά Λαΐου ἀρχίζει νά ξετυλίγεται ὅταν πέφτει λοιμός στή Θήβα. Οἱ πολίτες, ἀλαφιασμένοι κι ἔντρομοι, ζητοῦν τή βοήθεια τοῦ νέου βασιλιά Οἰδίποδα καί ἐξιστοροῦν τά βάσανά τούς (στ.167-187): «Ἄχ, συμφορά μου, ἀμέτρητους πόνους
περνῶ. Ὅλος ὁ λαός ὑποφέρει καί δέν βρίσκεται τρόπος ἀπό τήν ἔγνοια κανείς νά ξεφύγει. Της διαλεχτῆς τῆς γῆς ὁ καρπός δέν μεστώνει καί οὔτε ἀντέχουν πιά οἱ γυναῖκες στούς πόνους τούς φριχτούς τῆς γέννας. Καί σάν γοργόφτερα πουλιά, τόν ἕνα πλάι στόν ἄλλον, μπορεῖς νά ἰδῆς νά τρέχουνε, γοργότερα κι ἀπ' τή φωτιά τήν ἄγρια, πρός τόν γιαλό τοῦ Ἄδη. Μέ τέτοιες συμφορές χάνεται ἡ πόλις ὅλη. Ἄκλαφτα, δίχως σπλαχνιά, τά βρέφη χάμω κείτονται καί τόν θάνατο σπέρνουν. Γυναῖκες καί ἀσπρομάλλες μάνες θρηνοῦν στά σκαλιά τοῦ βωμοῦ ζητώντας τό λυτρωμό ἀπό τά μαῦρα δεινά τους. Καί δεήσεις ξεσποῦν καί μυριόφωνος θρῆνος ἀντηχεῖ θλιβερός».
Ὁ χορός στήν τραγωδία τά λέει ὅλα τοῦτα χωρίς νά γνωρίζει οὔτε ἐκεῖνος οὔτε ὁ Οἰδίπους Τύραννος ὅτι ὁ ὑποψήφιος σωτήρας τῆς πόλης εἶναι τό μίασμα, ἀφοῦ ἔχει σκοτώσει τόν πατέρα του Λάιο καί ἔσμιξε -ἐρχόμενος σέ γάμο- μέ τή μητέρα τοῦ Ἰοκάστη!
Ἡ διαλεκτική σχέση τοῦ ἐπικεφαλῆς μέ τόν τόπο του, μέ τούς ἀνθρώπους, τό τοπίο, τήν πανίδα καί τή χλωρίδα μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καταλήγει σε σύμφυση. Τα χαρακτηριστικά τοῦ ἑνός περνοῦν στό ὅλον καί τό ὅλον τελικά ἀφομοιώνει ἤ αλίσκει, ἐξαφανίζει τόν ἕναν.
Αὐτό ἰσχύει εἴτε ἀρέσει εἴτε ὄχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου